Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρμόνικα η [armónika] Ο27α : πνευστό όργανο, η φυσαρμόνικα.
[αντδ. < ιταλ. armonica < αγγλ. harmonica (στη νέα σημ.) < λατ. harmonicus < αρχ. ἁρμονικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμόνικα [armόnika] η,
- ① mus harmonica, mouth organ (syn φυσαρμόνικα):
- ο πάτερ-Στέφανος αγαπούσε και την κιθάρα και την ~ |
- μπορούν να θεωρηθούν ως όργανα ρεμπέτικης μουσικής και το ούτι, η ~, το σαντούρι, και το ντέφι (IPetrop) |
- στις ορχήστρες τους οι Σμυρνιοί μουζικάντηδες είχαν και ~ (id.) |
- poem κι έμεινες μόνο, .. |..| με τη μικρή σου ~
- ② build. folding door (syn πτυσσόμενη [σιδερένια ή ξύλινη] θύρα, φυσαρμόνικα)
[fr It armonica 'mouth organ, harmonica']
- ① mus harmonica, mouth organ (syn φυσαρμόνικα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμονικά [armoniká] adv (L)
- ① in agreement or congruity, harmoniously (ant δυσαρμονικά):
- η ποίηση μας γλυτώνει από τους εαυτούς μας .. μας συνταιριάζει ~ |
- ~ συνδυάζει ο Kλήμης χριστιανική ευσέβεια, φιλοσοφική ευρύτητα και ελευθεροφροσύνη (Tatakis) |
- ιδανικό λοιπόν πρέπει να θεωρείται το καθεστώς εκείνο, όπου συνυπάρχουν ~ αδελφωμένες .. η ισότητα και η ελευθερία (Papanoutsos) |
- στο έδαφος της Xίου οι ιστορικοί και καλλιτεχνικοί ρυθμοί ανακατώνουνται ~ αναμεταξύ τους και με τη φύση (Theotokas) |
- βουνό, κάμπος και θάλασσα έσμιγαν ~ (Karagatsis) |
- η χαρά της ζωής διασταυρώθηκε στο πρόσωπό του αρμονικότατα με τη χαρά των γνώσεων (Kanellop) |
- poem και νόησε τότες πως δένεται | κι ~
- ⓐ fig w. harmony of feeling or sentiment, harmoniously (syn αγαπημένα 1, syn phr με ομόνοια, με σύμπνοια):
- ζούσε ~ |
- ζει ~ το αντρόγυνο |
- έχουν συμφέρον να συζούν ~ |
- άλλοτε οι άνθρωποι ζούσαν αρμονικότερα, γιατί σέβονταν τον ρυθμό των εποχών |
- υπάρχουν και οι δυο γονείς, που κατά το φαινόμενον ζουν ~,αλλά είναι ανίκανοι να κατευθύνουν τα παιδιά τους (Melas) |
- να βρούμε τρόπο να ζουν οι οικογένειές μας ~ με τους γείτονες (EKazantz)
- ② mus w. harmony of sounds, harmoniously, tunefully (syn μελωδικά):
- δεν ταιριάζει σ' εκκλησιά τέτοια μουσική .. μιλάει ωραία, μιλάει μελωδικά και ~,αλλά μιλάει τη γλώσσα της ύλης (Petsalis) |
- poem και θα ξυπνήσει κάποτε η ηχώ | κι ~,γλυκά θ' αντιλαλήσει (Malakasis) |
- αηδόνια οι ραψωδοί σου, τα τραγούδια τους | ακούμε ~ κιόλας να πλέκουν (Skipis) |
- και με γλυκόλαλους αυλούς σε ζηλευτά συμπόσια | τα παλληκάρια ~ θα τραγουδούν εσένα (Kotzioulas)
[fr postmed (Somavera) αρμονικά, der of αρμονικός]
- ① in agreement or congruity, harmoniously (ant δυσαρμονικά):