Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρμονία η [armonía] Ο25 : 1.η συμμετρική σχέση των μερών ενός συνόλου μεταξύ τους και προς το σύνολο: H ~ της φύσης / του σύμπαντος / του σώματος και της ψυχής. Ο Παρθενώνας αποτελεί υπόδειγμα αρμονίας και συμμετρίας στην κατασκευή. 2. (μουσ.) α. η συμφωνία στη διαδοχή δύο ή περισσότερων μουσικών φθόγγων, που προκαλεί ευχάριστο ακουστικό αίσθημα. ANT παραφωνία: Mουσική / ακουστική ~. β. κλάδος της μουσικής που ασχολείται με τις συγχορδίες: Kαθηγητής της αρμονίας. 3. (μτφ.) η καλή σχέση, η συμφωνία μεταξύ ανθρώπων ή ομάδων· ομόνοια: Στη σημερινή κοινωνία λείπει η ~ στις ανθρώπινες σχέσεις.
[λόγ. < αρχ. ἁρμονία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρμονία η· αρμονιά.
-
- 1) Άρθρωση του σώματος, κλείδωση:
- (Έκθ. χρον. 3718).
- 2) Oρθή αναλογία, συμμετρική διάταξη:
- (Kαλλίμ. 188).
- 3) Tάξη, ευταξία:
- Λαός πολύς επήγαινεν ομπρός με αρμονίαν (Διγ. O 2067).
- 4) Aρμονία ήχου:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [76]).
[αρχ. ουσ. αρμονία. H λ. και σήμ.]
- 1) Άρθρωση του σώματος, κλείδωση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμονία [armonía] η,
- ① harmony, accord, agreement (syn συμφωνία, ant ασυμφωνία, δυσαρμονία):
- ~ |
- αν το λέγαμε και βλακεία σε έκταση παθολογική, θα πικραίναμε βέβαια τον επιστολογράφο, θα ήμαστε όμως σε ~ με την πραγματικότητα (Palaiologos) |
- πρέπει να φέρω σε ~ το πάθος μου με το χρέος (Theodorakop) |
- τα δύο όμως βαθιά ρεύματα του χριστιανικού μυστικισμού και του κλασικού ανθρωπισμού .. δεν ήταν πάντα σε τέλεια ~ (Theotokas) |
- αν στο θρησκευτικό επίπεδο οι δυο παλιοί πολιτισμοί, της Eλλάδας και της Iταλίας, πολεμήθηκαν πριν καταλήξουν σε συμφωνία, στο πνευματικό έδαφος βρέθηκαν αμέσως σε ~ (Ouranis)
- ⓐ arrangement of parts in pleasing relation to each other, harmony, order, consonance (syn αρμονικότητα):
- και καλαισθησία εννοώ το υπέρτατο εκείνο χάρισμα, την ~ |
- ο Παρθενώνας διαρίνεται ευθύς αμέσως για την ~ των αναλογιών του και για τη χάρη των γραμμών του (Evelpidis) |
- η Άρτεμη αποξεχνιόταν απ' την ~ αυτού του άλλου κόσμου, του πέρα απ' τον τοίχο (Venezis) |
- πολιτείες ολόκληρες κτισμένες σύμφωνα με τους κανόνες της αρμονίας και της αισθητικής (Petsalis) |
- η ~ είναι η αρχή και το τέλος της τέχνης (Papantoniou) |
- poem απ' το δάσος, το κύμα, το βουνό, μαγεμένη | στ' ακρογιάλια, στους βράχους, μέσ' τα φύλλ' απαλά, | μι' ~
- ② fig state of agreement between persons, harmony, concord (syn ομόνοια, σύμπνοια):
- το ανδρόγυνο ζει με ~ |
- και ήταν η καλή ~ |
- πόση ~ είχαμε, πόση ομόνοια και αδελφοσύνη (id.) |
- poem κ' η Eρινύα | κι αυτή δουλεύει αθέλητα, σα θεόσταλτη, | για την αγάπη, για την ~
- ⓑ internal calm, harmony, tranquillity (syn γαλήνη, ηρεμία):
- σε όλη μου τη ζωή ετούτος είναι ο αγώνας μου |
- να τους φιλιώσω, .. να γίνει στην καρδιά του γιου τους ~ |
- η θεωρία μου συμβαδίζει με τις πράξεις μου κι είναι στο είναι μου ~ (Rotas) |
- μπορεί να νοηθεί λογική ύπαρξη χωρίς συνέπεια και ηθική προσωπικότητα χωρίς εσωτερική ~; (Papanoutsos) |
- μίλησα παραπάνω για ~, μα δεν ήταν βέβαια η ψυχική ~ κανόνας αυτής της ζωής (Theotokas)
- ③ mus harmony, accord, concord:
- ~ |
- όλοι με τα μάτια καρφωμένα στα μουσικά όργανα, ήταν βυθισμένοι στη βουβήν ~ |
- από τα μέσα του δέκατου έκτου αιώνα αναφαίνονται στην Iταλία καινούργιες μορφές και στη μουσική, που συνδυάζουν τη μελωδία και την ~ (Evelpidis) |
- φτωχότερη ακόμα -από την άποψη των εναλλαγών- είναι η ~ που προκύπτει από τη λαϊκή μελωδία (Theodorakis) |
- poem γλυκύτατη φωνή βγάν' η κιθάρα, | και σε τούτη την άφραστη ~ | της καρδιάς μου αποκρίνεται η λαχτάρα (Solom) |
- κ' είχαν κάτι σα βλέμματα | και σάλευαν οι στίχοι, | και τα μάτια μιλούσανε | σαν αρμονίας ήχοι (Palam) |
- είσαι ο χορός, είσαι ο ρυθμός και η ~ (Zevgoli)
- ⓒ the science of the structure, relation and progression of chords in homophonic composition, harmony:
- μάθημα αρμονίας |
- ξεχωριστή θέση για την πολύπλευρη δράση του έχει ο A.I. Kατακουζηνός, έφορος του Ωδείου, διευθυντής ορχήστρας και καθηγητής τραγουδιού και αρμονίας (Anogianakis)
[fr postmed, MG αρμονία ← K (also pap), AG ἁρμονία]
- ① harmony, accord, agreement (syn συμφωνία, ant ασυμφωνία, δυσαρμονία):
[Λεξικό Κριαρά]
- αρμονιάκ το — η.
-
- Oρυκτό αλάτι, αμμωνιακόν άλας:
- (Aσσίζ. 2403, 4914 δις).
[<παλαιότ. γαλλ. armoniac]
- Oρυκτό αλάτι, αμμωνιακόν άλας: