Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρμολόγηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρμολόγηση η [armolójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρμολογώ· σύνδεση, αρμολόγημα, συναρμολόγηση: Λύση και ~ του όπλου.

[λόγ. < μσν. αρμολόγησις < αρμολογη- (αρμολογώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρμολόγηση [armolόyisi] η, (L)
  • ① jointing, joinery (syn αρμολόγημα):
    • ~ |
    • εστεκόμουν μέσα στην εκκλησία μελετώντας την ~
  • ② fig putting together, fitting, assembling, arrangement:
    • ~ |
    • οι αρχόντοι κ' οι βασιλιάδες είχαν υψώσει σε τέχνη την ~ του κήπου (Kazantz) |
    • γιατί, μολονότι πρόκειται για πραγματεία, για έρευνα, όμως ο ζωηρός τόνος της και η κρυφή σφιχτή ~

[fr kath αρμολόγησις ← MG (CGL), der of αρμολογώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες