Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρμοδιότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρμοδιότητα η [armoδiótita] Ο28 : η ιδιότητα του αρμοδίου. ANT αναρμοδιότητα. 1. δικαιοδοσία ή εξουσία που πηγάζει από δικαιώματα ή καθήκοντα: Ο υπουργός ενημερώθηκε σε θέματα της αρμοδιότητάς του. H ~ των δικαστηρίων στην επίλυση των διαφορών. || Tην ~ των ποινικών δικαστηρίων ρυθμίζει η ποινική δικονομία, καταλληλότητα. 2. η ειδικότητα που αποκτήθηκε από γνώση ή και από πείρα: Είναι αναμφισβήτητη η αρμοδιότητά του σε θέματα οικονομικού χαρακτήρα.

[λόγ. < μσν. αρμο διότης < αρμόδι(ος) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρμοδιότητα [armo∂iόtita] η, (& L αρμοδιότης)
  • ① competence, efficiency, proficiency, adeptness (near-syn ικανότητα, ant αναρμοδιότητα 1):
    • ένας Tαιν, ένας Γκυγιώ κατάλαβαν από τέχνη και μπόρεσαν για κείνη να μιλήσουν με ~,γιατί ήταν οι ίδιοι ποιητές (Palam) |
    • όποιος κοτάει, ας έρθει εδώ, να μου αμφισβητήσει την ~ να μιλήσω για θέατρο (Melas) |
    • ο σκοπός μου δεν είναι, δεν έχω άλλωστε και καμιά ~, να μιλήσω εδώ για τον Aϊνστάιν (Panagiotop) |
    • δεν αμφισβητούμε ούτε την ~ ούτε την εντιμότητα των εξεταστών (Papanoutsos) |
    • όσο για την αμερικανική αρχιτεκτονική .. δεν έχω καμιάν ~ για να συζητήσω τα προβλήματά της (Theotokas) |
    • από τους διευθύνοντας το Θέατρο Bορείου Eλλάδος δεν απολείπει ούτε το συναίσθημα της ευθύνης ούτε η αρμοδιότης ούτε η θέληση για εργασία (Varikas)
  • ② ken, province, sphere:
    • (syn phr σφαίρα ενδιαφερόντων, τομέας δράσεως) |
    • αυτό βρίσκεται εντός των αρμοδιοτήτων μου |
    • όσο για τους σκοπούς της εξέλιξης του πολιτισμού είναι ζήτημα έξω από την ιστορική και κοινωνιολογική έρευνα και πέφτει στην ~ |
    • δεν ήταν μέσα στην αρμοδιότητά του να ασχολείται με τη μηχανή και έτσι δεν τη γνώριζε (Thrylos) |
    • από εδώ και πέρα, το θέμα προσλαμβάνει ένα τεχνικό χαρακτήρα που ξεφεύγει από την αρμοδιότητά μας (Theotokas) |
    • η ζωηρή και δημιουργική φαντασία του συγγραφέα .. επιβάλλουν στον λογοτεχνικό κριτικό να περιλάβει τα 'Iστορικά σκηνογραφήματα' μέσα στον κύκλο των αρμοδιοτήτων του (Sachinis)
  • ⓐ law jurisdiction, competence, purview (syn δικαιοδοσία, ant αναρμοδιότητα 2):
    • κρατικές αρμοδιότητες |
    • σύγκρουση αρμοδιοτήτων των δύο υπουργείων |
    • ο βασιλεύς δεν είχε ουσιαστικές αρμοδιότητες |
    • όταν ο αρχηγός κράτους εκλέγεται από τον λαό, οι αρμοδιότητες κ' οι εξουσίες του μπορούν να είναι πολύ ουσιαστικές (Christidis) |
    • ακολουθεί το κυρίως Σύνταγμα, ο οργανισμός και η λειτουργία του πολιτεύματος, ο καθορισμός και οι αρμοδιότητες των εξουσιών κλ (Vranousis) |
    • την εποχή εκείνη της απόλυτης μοναρχίας, τα δικαστήρια είχαν μεταξύ άλλων την ~ |
    • θέμα πρωταρχικής σημασίας είναι η υπαγωγή όλων των λειτουργιών και υπηρεσιών κοινής ωφελείας στην αποκλειστική ~ των δήμων (Zachareas)

[fr kath αρμοδιότης ← MG αρμοδιότης ← PatrG ἁρμοδιότης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες