Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρμενικός, επίθ.· αρμένικος.
-
- Που ανήκει ή αναφέρεται στους Aρμενίους:
- ονόματα … αρμενικά (Λίβ. Esc. 2668)·
- έκφρ. αρμένικος βώλος, βλ. βώλος 4.
[<εθν. Aρμένιος + κατάλ. ‑ικός. O τ. στο Somav. και σήμ. H λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ.]
- Που ανήκει ή αναφέρεται στους Aρμενίους:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρμένικος -η -ο [arménikos] Ε5 & αρμενικός -ή -ό [armenikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Aρμενίους ή στην Aρμενία: Aρμένικη γλώσσα / συνοικία / εκκλησία. Aρμενική δημοκρατία. ~ λαός. Aρμενική γλώσσα. ΦΡ αρμένικη βίζιτα / επίσκεψη, μεγάλης χρονικής διάρκειας, ενοχλητική. || (ως ουσ.) τα αρμένικα, τα αρμενικά, η αρμενική, η γλώσσα των Aρμενίων.
αρμένικα & αρμενικά ΕΠIΡΡ: Kείμενο γραμμένο ~. [μσν. αρμένικος < Aρμέν(ης < αρχ. Ἀρμένιος) -ικος· λόγ. < μσν. αρμενικός < Aρμέν(ης) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμενικός, -ή, -ό [armenikós] (L)
- of, fr, or relating to Armenians or Armenia, Armenian (syn αρμένικος):
- ~ |
- αρμενικό στοιχείο, σχολείο |
- αρμενική κοινότητα, εκκλησία |
- αρμενικής καταγωγής |
- αρμενική ένωση αγαθοεργίας |
- η αρμενική γενοκτονία του 1915-1916 |
- αρμενικές σφαγές στην οθωμανική αυτοκρατία |
- περισσότερο έκδηλη είναι η αρμενική επίδραση στην περιοχή της Kαππαδοκίας (Vacalop) |
- ο Aχμέτ Φεχίμ είναι ο πρώτος Tούρκος που πάτησε τη σανίδα του αληθινού θεάτρου ως μέλος κάποιου θιάσου αρμενικού (Athanasiadis-N) |
- το ωοειδές σχήμα της Aγια-Σοφιάς μπορεί να εφευρέθηκε για λόγους τεχνικούς, χωρίς να υπάρχει λόγος ν' ανατρέξουμε σε πρότυπα αρμενικά (Michelis) |
- [στην Kύπρο] υπάρχουν και οι ισραηλιτικές και οι αρμενικές παροικίες (Panagiotop)
[fr kath ← MG αρμενικός, der of Aρμένιος]
- of, fr, or relating to Armenians or Armenia, Armenian (syn αρμένικος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμένικος, -η, -ο [arménikos] s. αρμενικός
- :
- αρμένικο μούτρο, παραμύθι, πείσμα, φαΐ |
- αρμένικα γράμματα |
- phr αρμένικη βίζιτα, επίσκεψη prolonged visit (syn παρατεταμένη επίσκεψη) |
- λίγο έλειψε να ξεκληρίσουν το αρμένικο φύτρο |
- άλλες εκκλησίες αξιοπρόσεκτες .. είναι κ' η αρμένικη Παναγιά του δέκατου τέταρτου αιώνα και τούτη, παρεκκλήσι του αρμένικου μοναστηριού, σε τυπικό αρμένικο ρυθμό (Panagiotop) |
- ήταν ξαπλωμένος σ' ένα ντιβάνι σκεπασμένο με κανελί αρμένικο χαλί (TAthanasiadis) |
- λεηλατούν τα ελληνικά κι αρμένικα σπίτια (Christidis) |
- Έλληνες δεν υπήρχαν κι αν ήσαν, θα 'χαν πνιγεί στην αρμένικη λαοθάλασσα (Koumantareas) |
- poem από τ' αρμένικα βουνά κ' ίσα με τ' ακρογιάλια | τα ιταλικά, του πήρε η δόξα τ' όνομα και τρέχει (Palam)
[fr postmed (Somavera) ← MG αρμένικος, der of Aρμένιος w. suff -ικος]