Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρμενίζω [armenízo] Ρ2.1α : 1.(για ιστιοφόρο κυρ. πλοίο και τους επιβάτες του) ταξιδεύω στη θάλασσα, πλέω: Tο πλοίο αρμένιζε στο πέλαγος. Aρμενίζαμε τρία μερόνυχτα συνέχεια. ΠAΡ Εδώ καράβια* χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν. Ή στραβός* είν΄ ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε. 2. (μτφ.) ταξιδεύω με το μυαλό, αφαιρούμαι: Πού αρμενίζει ο νους σου; Εγώ του μιλούσα κι αυτός αρμένιζε αλλού.
[μσν. αρμενίζω < άρμεν(ο) -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρμενίζω.
-
- Α´ Aμτβ.
- 1) Tαξιδεύω στη θάλασσα:
- αρμενίζει το καράβιν (Iμπ. 650).
- 2) Aποπλέω, ξεκινώ:
- (Mαχ. 6212).
- 1) Tαξιδεύω στη θάλασσα:
- Β´ (Mτβ.) κάνω ώστε να αποπλεύσει ο στόλος:
- τον στόλ’ αρμένισαν με τον καιρόν που θέλαν (Aχέλ. 2266).
[μτγν. αρμενίζω. H λ. και σήμ.]
- Α´ Aμτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμενίζω1 [armenízo] &, ρμενώ (αρμενάω), ipf αρμένιζα (& αρμενούσα), aor αρμένισα (subj αρμενίσω), ppp αρμενισμένος
- ① naut travel by sea, sail (syn ιστιοδρομώ L, πλέω):
- η βάρκα, το καράβι αρμενίζει |
- ~ στ' ανοιχτά, στο κύμα, στο πέλαγος |
- ~ γιαλό γιαλό |
- ~ για το λιμάνι |
- ~ (στα) πρύμα sail before the wind, sail w. the wind aft (syn L ουριοδρομώ) |
- ~ με τον αέρα στην μπάντα sail w. a beam-wind (syn L πλαγιοδρομώ) |
- τέσσερεις μέρες αρμενίζαμε |
- prov phr καθώς τον εύρω τον καιρό, έτσι τον ~ |
- είδαμε ένα χαμηλό πανάκι, που αρμένιζε το μαΐστρο (Karkavitsas) |
- διατάχθηκαν να αρμενίσουνε στα νερά της Λακωνίας (Bastias) |
- επιβιβάζονται σε βενζινόπλοιο, που θα τους αρμενίσει μέσα στη νύχτα (Floros) |
- ο πατέρας μου αρμένιζε τους ωκεανούς μέσα σε μια μεγάλη πορτάδα (i.e., σε ωφέλιμο βάρος πλοίου) (Foteinos) |
- poem και φορτωμένο αρίφνητες ψυχές καράβι το κορμί μου | και καπετάνιος ~ |
- θάλασσες, που άλλο καράβι δεν τις αρμένισε ποτέ (RApostolidis)
- ② fig float, cruise, travel, wander (syn ταξιδεύω):
- αρμενίζει το βλέμμα, η μουσική |
- αρμενίζει το άστρο, ο ήλιος, το φεγγάρι |
- πού αρμενίζει ο νους σου; where is your mind wandering? |
- δεν αρμενίζεις καλά you are not following the right course, you are not comporting yourself properly |
- phr ~ |
- phr σε τι νερά αρμενίζει; what sort of ideas does he hold? |
- prov ή ο γιαλός είναι στραβός (or |
- ή στραβά 'ναι τ' άρμενα) ή στραβά αρμενίζουμε either the shoreline is wrong or we're sailing wrong, s.o. is to blame and it is clear who that is |
- αρμένιζε ο μικρός στα πέλαγα της φαντασίας του (Vlachogiannis) |
- ονειρευότανε την εκκλησία ν' αρμενίζει ανάμεσα στις συναστεριές (Prevelakis) |
- βλέπεις τα καντήλια ν' αρμενίζουν στο σκοτάδι (Terzakis) |
- folks. μου 'δωσαν μια γυναίκα μάγισσας τσουπί, | μαγεύει τα καράβια και δεν αρμενούν (Patra) |
- poem .. έρχονται ..|.. απαλάργου αρμενισμένες | σκιών σκιές οι ανάμνησες κλ (Gryparis) |
- .. γροικούσε ν' ανασαίνουν | τα στήθη της σκλαβιάς και ν' αρμενούν ελεύτερα στον ύπνο (Kazantz Od 3.1443)
[fr postmed, MG αρμενίζω ← PatrG, LK ἀρμενίζω, der of AG ἄρμενα]
- ① naut travel by sea, sail (syn ιστιοδρομώ L, πλέω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμενίζω2 [armenízo] (& αρμενίζομαι) region. (Thr,
- Maced, Thess) suffer post-partum fever, convulsions, or mental disorder (syn αρμενιάζω)
[der of Aρμένις]