Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρματώνω [armatóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ.) 1. οπλίζω, εξοπλίζω: Aρματώθηκε και ρίχτηκε στη μάχη. ΦΡ είναι κάποιος αρματωμένος σαν αστακός*. 2. (κυρ. για σκάφη) εφοδιάζω με τα απαραίτητα όργανα ή εξαρτήματα: ~ το καράβι / το καΐκι / τη βάρκα.
[1: μσν. αρματώνω < αρματ- (άρμα) 1 -ώνω· 2: με ενίσχυση από το ιταλ. armare (ίδ. ετυμ. με το άρμα 1)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρματώνω· αόρ. ερμάτωσα.
-
- Α´ Mτβ.
- 1) Oπλίζω, εξοπλίζω:
- αρματώσαν β´ κάτεργα (Mαχ. 924).
- 2) (Mέσ.) οπλίζομαι· (μεταφ.):
- όποιος αρματωθεί αρετήν τα πάθη όλα νικάει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [481]).
- 3) (Προκ. για φρούριο) ενισχύω:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 45311).
- 1) Oπλίζω, εξοπλίζω:
- Β´ Aμτβ.
- 1) Προετοιμάζω εκστρατεία:
- (Mαχ. 10213).
- 2) (Mέσ.) ετοιμάζομαι (για επίθεση)·
- (μεταφ.):
- (Eρωτόκρ. Δ´ 652).
- (μεταφ.):
- 1) Προετοιμάζω εκστρατεία:
[<ουσ. άρμα το + κατάλ. ‑ώνω. H λ. τον 9. αι. (Lampe, ‑όω), στο LBG (‑όω), στο Meursius (‑ειν) και σήμ.]
- Α´ Mτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρματώνω [armatόno] ipf αρμάτωνα, aor αρμάτωσα (subj αρματώσω), pf & plupf έχω-είχα αρματώσει, mediop αρματώνομαι, ipf αρματωνόμουν, aor αρματώθηκα (subj αρματωθώ; imper 2sg αρματώσου), pf & plupf έχω-είχα αρματωθεί, είμαι-ήμουν αρματωμένος
- Ⓐ trans
- ① equip w. weapons, arm (syn L εξοπλίζω, οπλίζω):
- ~ |
- εβήκε με δεκαπέντε ανθρώπους ξαρμάτωτους και τους αρμάτωσε ο Mαυροκορδάτος (Makryg) |
- εκείνη αρμάτωσε το ανθρωποχτόνο χέρι του αδερφού (Palam) |
- γυρεύει λουφετζήδες στα χωριά να τους αρματώσει από το δημόσιο χρήμα (Prevelakis) |
- το χέρι των θαλασσινών θεών τ' αρματώσανε με καμάκι (Bastias) |
- το μήνυμα του ποιητή δεν βρίσκεται στον τρόπο που αρματώνει τους πολεμιστές του (Kakridis)
- ⓐ arm, strengthen, fortify (syn δυναμώνω, L οπλίζω):
- ο εικοστός αιώνας μας αρμάτωσε με φοβερές εμπειρίες (Panagiotop) |
- το αρρωστημένο του στήθος το αρμάτωσε με τη θεία πνοή (Chourmouzios) |
- poem μα στην πνοή της τρικυμιάς κρυφή γαλήνη αντρίκεια | μας αρματώνει απάντεχα τα μέλη κλ (Sikel) |
- είναι, το ξέρω, ευγενικό με θάρρος ν' αρματώνεις | όποιον η θλίψη τον μαραίνει (Myrtiotissa)
- ② naut etc fit out, equip, rig (syn L εξαρτύζω, εξοπλίζω):
- ~ |
- ~ τα αγκίστρια, το παραγάδι |
- ~ τα κουπιά attach the oars to the thole pins |
- ο γαμπρός αρματώνει σπίτι να μπει μέσα με τη νύφη (Prevelakis) |
- με χρήματά τους είχαν ναυπηγήσει, αρματώσει κ' επιχορηγήσει το στόλο (Melas) |
- την άλλη χρονιά πάλι καράβι αρματώνονταν, πάλι οι άντρες μπαρκέρναν (Venezis) |
- folks. εσένα πρέπ' αφέντη μου φρεγάδα ν' αρματώσεις (Passow) |
- μικρή βαρκούλα αρμάτωσε και στη στεριάν εβγήκε (Theros) |
- poem .. αμάξι οι δούλοι μας γοργά να σου αρματώσουν | ψηλό, καλότροχο κλ (Homer Od 6.69 Kaz-Kakr) |
- .. πλούσιο καραβάνι αρμάτωσε, τον άγιο να συντύχει (Kazantz Od 18.601)
- ⓑ accouter or outfit lavishly, deck s.o. out, adorn (near-syn καλοντύνω, στολίζω):
- ~ |
- poem πύργο το μάλαμα θα σώριαζε στην πόρτα της αυλής μου | και θα με αρμάτωνε όλη στο φλουρί κλ (Kazantz Od 17.449)
- Ⓑ intr, usu mi αρματώνομαι
- ③ equip o.s. w. weapons, arm o.s. (syn L εξοπλίζομαι, οπλίζομαι):
- αρματώνομαι με πέτρες, με τουφέκι |
- οι ναύτες ήταν όλοι αρματωμένοι, για να προλάβουν και καμιά αναποδιά (Eftaliotis) |
- αρματώθηκαν με ό,τι βρήκαν μπροστά τους και ξεκίνησαν (Panagiotop) |
- folks. ν' αρματωθείς με το σπαθί, με τ' αργυρό κοντάρι (DPetrop) |
- poem .. την αντρειά ζωσμένος γρήγορα για πόλεμο αρματώσου (Homer Il 19.36 Kaz-Kakr) |
- τίποτε δε θα το 'χαν ν' αρματώσουν και να 'ρθούνε | και να τους εξολοθρέψουν κλ (Seferis)
- ④ fig provide o.s. w., equip o.s., arm o.s. (syn εφοδιάζομαι):
- με όσα θετικά, μυστηριακά και μεταφυσικά εφόδια και αν αρματωθούμε, πάντα κάτι θα μας μένει πρόβλημα του εαυτού μας (Palam) |
- αυτό είναι δύσκολο να το νοιώσει κανείς, αν δεν είναι αρματωμένος με γνώση, οξυδέρκεια και κριτική ικανότητα (Panagiotop)
- ⑤ deck o.s. out, dress up (near-syn καλοντύνομαι, στολίζομαι):
- folks. σήκω νυφούλα μ' κι άλλαξε και ντύσου κι αρματώσου (Passow) |
- μια θυγατέρα του παπά, κόρη του παπα-Γιώργη, | εντύθηκε, αρματώθηκε, στην εκκλησιά να πάει (Theros)
- ⓒ region. (Aegean) prepare o.s., make ready (syn ετοιμάζομαι):
- poem όξω λοιπόν να βγει αρματώνουνταν και χάρηκε ο Oδυσσέας, | που τόσο για το βιος του εγνοιάζουνταν κλ (Homer Od 14. 525 Kaz-Kakr)
[fr postmed, MG αρματώνω ← MG (9th c.) αρματώ (-όω), der of άρματα]