Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρματούρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρματούρα [armatúra] η,
  • ① electr glass cover or shade used in light fixtures to protect the lamp bulb fr humidity
  • ② naut arrangement of the masts [fr It armatura; cf MG (pap) αρματούρα]. S. αρμαδούρα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες