Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρματολός ο [armatolós] Ο17 : Έλληνας οπλοφόρος, μέλος άτακτου στρατιωτικού σώματος, που κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας αναλάμβανε τη φύλαξη ορισμένης περιοχής από τους ληστές: Οι αρματολοί και οι κλέφτες αποτέλεσαν το στρατό της επανάστασης του ΄21.
[αρματ- (άρμα) 1 -ο- + -λόγος με αποβ. του μεσοφ. [γ] και αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρματολός [armatolós] ο, (sp. also αρματωλός) hist
- member of band of Greek irregulars entrusted (by the Turkish or Venetian authorities) w. peace-keeping duties (syn αρματολόγος):
- έχει καμιά σχέση ο θεσμός των χριστιανών σπαχήδων με το θεσμό των αρματολών; (Vacalop) |
- δυο τρεις μεσόκοποι αρματολοί, στην κρυφή δούλεψη της Bενετιάς, σιγομιλούσανε αναμεταξύ τους (Petsalis) |
- folks. ένας πασάς εβγήκε στην Eυρύπολη, | αρματολούς μαζώνει, κλέφτες κυνηγά (Theros) |
- poem θα πάω για κλέφτης στα βουνά | για ~
[fr MG *αρματολόος ← αρματολόγος; hence Turk martoloz]
- member of band of Greek irregulars entrusted (by the Turkish or Venetian authorities) w. peace-keeping duties (syn αρματολόγος):