Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρματαγωγό το [armataγoγó] Ο38 : πολεμικό πλοίο, κατάλληλο για να μεταφέρει άρματα μάχης, κυρίως σε αποβατικές επιχειρήσεις: Στον πολεμικό μας στόλο προστέθηκαν δύο καινούρια αρματαγωγά.
[λόγ. αρματ- (άρμα)
23 + -αγωγόν, κατά το οπλιταγωγόν]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρματαγωγό [armataγoγό] το, (L) navy
- armored vehicle landing ship (near-syn οχηματαγωγό):
- κυβερνήτης αρματαγωγού |
- μοίρα αρματαγωγών |
- η μεταφορά των δυνάμεων πραγματοποιήθηκε με έντεκα δρομολόγια αρματαγωγών |
- ένα στούκας είχε ρίξει μια εμπρηστική βόμβα πάνω σ' ένα εγγλέζικο ~ (Tachtsis) |
- poem κάτι έβγαλαν και στο εξωτερικό .. | μ' ένα μυστηριώδες πλοίο φάσμα, καταδρομικό ή ~
[fr kath (neol) αρματαγωγόν (sc πλοίον), cpd w. αγωγός]
- armored vehicle landing ship (near-syn οχηματαγωγό):