Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρμαθιάζω [armaθxázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω αρμαθιές: ~ τα σύκα / τα φύλλα του καπνού.
[μσν. αρμαθιάζω < αρμαθ(ιά) -ιάζω (πρβ. ελνστ. ή μσν. ὁρμαθίζω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρμαθιάζω.
-
- Tοποθετώ με σειρά, με τάξη:
- (Aρσ., Kόπ. διατρ. [995]).
[<ουσ. αρμαθιά + κατάλ. ‑ιάζω. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Tοποθετώ με σειρά, με τάξη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμαθιάζω [armaθjázo] ipf αρμάθιαζα, aor αρμάθιασα (subj αρμαθιάσω), mediop αρμαθιάζομαι, aor αρμαθιάστηκα
- ① thread or string (together), form a chain of (near-syn δεματιάζω):
- ~ |
- να ξεδιπλώσει σημαίες, να στηλώσει λαμπάδες, να αρμαθιάσει δάφνες (Roussia) |
- τα χωριά είναι γεμάτα καπνό (tobacco) που αρμαθιάζεται, και καπνό που ξεραίνεται στον ήλιο (Panagiotop) |
- folks. ανάμεσα τρεις θάλασσες πύργος θεμελιωμένος, | νια κόρη μέσα κάθουνταν και τα φλουριά αρμαθιάζει (DPetrop)
- ⓐ fig put together, string:
- γύρω στον Παπαρρηγόπουλο νεαρότεροι αρμάθιαζαν στίχους (Palam) |
- poem .. αρμαθιάζεις μονωδίες της Kρήτης | κι ανόσιους γάμους στα έργα σου προβάλλεις (Stavrou Ar)
- ⓑ bundle, bunch up, round up:
- poem .. εφτά κοράκια τραγανά του αρμάθιασαν κλ. (Kazantz Od 8.508)
- ② mi αρμαθιάζομαι line up next to each other, form a bundle, bunch up, cluster:
- folkt αρμαθιάστηκαν ο ένας κοντά στον άλλον και κρεμνιόνταν από το κυπαρίσσι (Megas, adapted) |
- οι ακμές των ραβδώσεων αρμαθιάζονται κάτω από τον εχίνο (Miliadis)
[fr postmed αρμαθιάζω ← dial (Crete, Pontic etc) ορμαθιάζω]
- ① thread or string (together), form a chain of (near-syn δεματιάζω):