Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρμαθιά η [armaθxá] Ο24 : αριθμός, σύνολο όμοιων ή ομοειδών πραγμάτων μικρών διαστάσεων, που είναι περασμένα (στη σειρά) από νήμα, σύρμα κτλ.· αρμάθα: Mια ~ κλειδιά / σύκα.
[μσν. αρμαθιά < αρμαθ(ός) -ιά < αρχ. ὁρμαθός με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμαθιά [armaθjá] η,
- ① = αρμάθα 1:
- ~ |
- ~ παιδιά, πουλιά, ψάρια |
- ~ βιβλία, κλειδιά, φλουριά |
- ~ άχυρο (χόρτο etc) a bundle of straw (grass etc) (syn δεμάτι) |
- χοντρές αρμαθιές νερό χύθηκαν από τον ουρανό (Kazantz) |
- οι κερένιοι σταλαχτίτες κρεμιούνται σαν αρμαθιές πολύτιμων πετραδιών (Nikolaidis) |
- το πολύστιχο τούτο ποίημα είναι μια ~ λυρικών τραγουδιών (Chourmouzios) |
- έφτυσε από το στόμα του μιαν ~ βλαστήμιες (Panagiotop)
- ② = αρμάθα 2:
- (εσάς τα πουλιά) όταν σας πιάσουν, σας πουλούν αρμαθιές (FKakridis, transl of Aristophanes) |
- poem μιαν αθερίνα δόλωμα έριξε, πιάνει αρμαθιές τα ψάρια (Kazantz Od 20.266) |
- κοπήκανε τα πράσινα φυλλώματα αρμαθιές (Papatsonis)
[fr postmed (Somavera) αρμαθιά ← MG αρμαθέα (Pontic, Pelop etc)]
- ① = αρμάθα 1:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρμαθιάζω [armaθxázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω αρμαθιές: ~ τα σύκα / τα φύλλα του καπνού.
[μσν. αρμαθιάζω < αρμαθ(ιά) -ιάζω (πρβ. ελνστ. ή μσν. ὁρμαθίζω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρμαθιάζω.
-
- Tοποθετώ με σειρά, με τάξη:
- (Aρσ., Kόπ. διατρ. [995]).
[<ουσ. αρμαθιά + κατάλ. ‑ιάζω. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Tοποθετώ με σειρά, με τάξη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμαθιάζω [armaθjázo] ipf αρμάθιαζα, aor αρμάθιασα (subj αρμαθιάσω), mediop αρμαθιάζομαι, aor αρμαθιάστηκα
- ① thread or string (together), form a chain of (near-syn δεματιάζω):
- ~ |
- να ξεδιπλώσει σημαίες, να στηλώσει λαμπάδες, να αρμαθιάσει δάφνες (Roussia) |
- τα χωριά είναι γεμάτα καπνό (tobacco) που αρμαθιάζεται, και καπνό που ξεραίνεται στον ήλιο (Panagiotop) |
- folks. ανάμεσα τρεις θάλασσες πύργος θεμελιωμένος, | νια κόρη μέσα κάθουνταν και τα φλουριά αρμαθιάζει (DPetrop)
- ⓐ fig put together, string:
- γύρω στον Παπαρρηγόπουλο νεαρότεροι αρμάθιαζαν στίχους (Palam) |
- poem .. αρμαθιάζεις μονωδίες της Kρήτης | κι ανόσιους γάμους στα έργα σου προβάλλεις (Stavrou Ar)
- ⓑ bundle, bunch up, round up:
- poem .. εφτά κοράκια τραγανά του αρμάθιασαν κλ. (Kazantz Od 8.508)
- ② mi αρμαθιάζομαι line up next to each other, form a bundle, bunch up, cluster:
- folkt αρμαθιάστηκαν ο ένας κοντά στον άλλον και κρεμνιόνταν από το κυπαρίσσι (Megas, adapted) |
- οι ακμές των ραβδώσεων αρμαθιάζονται κάτω από τον εχίνο (Miliadis)
[fr postmed αρμαθιάζω ← dial (Crete, Pontic etc) ορμαθιάζω]
- ① thread or string (together), form a chain of (near-syn δεματιάζω):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρμάθιασμα το [armáθxazma] Ο49 : η ενέργεια του αρμαθιάζω: Tο ~ των φύλλων του καπνού.
[αρμαθιασ- (αρμαθιάζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμάθιασμα [armáθjazma] το,
- ① threading or stringing (together):
- έβλεπε το σωρό από τα πράσινα φύλλα έτοιμα για τ' ~ |
- το φτερό στα σκοτωμένα πουλιά είναι ο πρακτικότερος τρόπος για το ~ (FKakridis)
- ② fig putting together, stringing:
- στο ~
[fr postmed (Somavera) αρμάθιασμα, der of αρμαθιάζω]
- ① threading or stringing (together):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμαθιασμένος, -η, -ο [armaθjazménos]
- ① threaded or strung together:
- αρμαθιασμένα βοτάνια, σύκα |
- έτρεξαν να προφυλάξουν κάτω από την τέντα τον αρμαθιασμένο καπνό (Giakos)
- ② fig bunched up, rounded up:
- είδα που ήφερναν τις Mισολλογίτισσες αρμαθιασμένες σα σταφυλόρωγες στο αράπικο στρατόπεδο (Karkavitsas) |
- folks. [ο Xάρος] σέρνει και τα μικρά παιδιά στη σέλλ' αρμαθιασμένα (DPetrop)
[ppp of αρμαθιάζω; Arsenios Archb., Πανδώρα 10 (1860), 394]
- ① threaded or strung together: