Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμίδι [armí∂i] το,
- ① fish. fishing line (syn αρμιδιά, ορμιά, πετονιά):
- ο ψαράς άρχισε ν' αμολάει το ~ |
- ο αφρός του κυμάτου αμποδάει το μάτι του ψαριού να ξεκαθαρίσει τ' ~ (Bastias) |
- σήκωνε το μακρύ καλάμι .. και πετούσε το ~ πέρα, εκεί που αρχίζαν τα νερά να σκουραίνουν (Tsirkas) |
- τα πρωινά έβγαζε πεταλίδες και τις πουλούσε ή ψάρευε με το ~ (G.-A. Mangakis) |
- poem .. όπως ψαράς που κάθεται και σέρνει με τ' αγκίστρι | και με το λιναρένιο ~ |
- τ' ~ αυτό δεν έπιασε ούτε λέπι (Stavrou Ar)
- ② naut tripping line:
- θα αλλάξουμε τα αρμίδια της σκότας
[fr MG αρμίδι (and dial αρμίδι Cycl) ← ορμίδι (MEE, s. ορμίδι; Du Cange; and dial in Artaki, Panormos of Bithynia, and Crete) ← ορμίδιον (schol. Opp., Halieut. 2.123), this being der of MG ορμιά (Mich. Akominatos, Tα σωζόμενα 2.405, line 23; cf dial ModG α]
- ① fish. fishing line (syn αρμιδιά, ορμιά, πετονιά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμιδιά [armi∂já] η, s. αρμίδι 1
- :
- poem κ' ένας κακότυχος, παλιός ψαράς, λησμονημένος, | που βάρκα δεν του απόμεινε κι αγκίστρι, ούτ' ~, | μαύρο πετάει μπεζόβολο .. (Mammelis) |
- ηλιοκαμένα στο γιαλό ψαρεύουν | μ' αρμιδιές και καλάμια αρματωμένα | χαρούμενα παιδιά .. (id.)
[der of αρμίδι]