Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρμένισμα το [arménizma] Ο49 : (κυρ. για ιστιοφόρο) η ενέργεια του αρμενίζω, η πλεύση.
[αρμενισ- (αρμενίζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμένισμα1 [arménizma] το, naut = αρμενισιά
- :
- phr ~ |
- ~ με βόλτες |
- ~ με τον αέρα στην μπάντα |
- το καράβι αυτό έχει καλό ~ |
- έμπαινε στην 'Παναγιά', σήκωνε το σίδερο και τα 'βαζε πρύμα για τα μεγάλα αρμενίσματα (Myriv) |
- για ν' αλλάξεις όμως ~ |
- ένα πλήθος παιδάκια παρακολουθούν πρωί βράδυ .. το ~ των μικρών τους καραβιών (KParashos) |
- poem να λέει στους φίλους του, πως είμαστε στα πόδια, στο τραγούδι | και στο χορό και στ' αρμενίσματα πολύ πιο πρώτοι απ' όλους (Homer Od 8.253
- Kaz-Kakr):
- σα να καρτερούν οι λιθωμένοι | κάποιο απάντεχον ~ | πέρα από του κόσμου τ' ακρογιάλι (Palam) |
- .. για πού κατευοδώνεις | το αρμένισμά μας σήμερα στην άναστρη νυχτιά; (Sikel)
[der of αρμενίζω1]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμένισμα2 [arménizma] το, med
- post-partum fever, convulsions or mental disorder (syn επιλόχιος πυρετός, αρμένιασμα)
[der of αρμενίζω1]