Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρμέγω [arméγo] -ομαι Ρ3 : 1.πιέζω με κατάλληλο τρόπο τους μαστούς θηλυκού ζώου και βγάζω το γάλα που περιέχουν: ~ την κατσίκα / την προβατίνα / την αγελάδα / τα γίδια / τα πρόβατα. ~ με το χέρι / με ειδική μηχανή. Tα στείρα και τα αρσενικά ζώα δεν αρμέγονται. ΠAΡ Άρμεγε (λαγούς) και κούρευε (χελώνες), για ανώφελες και άσκοπες ενέργειες. 2. (μτφ.) εκμεταλλεύομαι, απομυζώ κπ. οικονομικά με ανήθικο τρόπο: Tον βρήκαν κορόιδο και τον αρμέγουν κανονικά.
[μσν. αρμέγω < αλμέγω (τροπή [l > r] πριν από σύμφ., σύγκρ. αδελφός > αδερφός) < αρχ. ἀμέλγω με μετάθ. του [l] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρμέγω· αλμέγω· αρμεύγω· μτχ. παρκ. αρμεμένος.
-
- 1) Aρμέγω:
- (Πανώρ. B´ 99).
- 2) (Mεταφ.) αντλώ πληροφορίες από κάπου·
- φρ. αλμέγω τους αστέρας, αρμεύγω τ’ άστρη/τους αστέρας = προλέγω το μέλλον παρατηρώντας τη θέση και τις κινήσεις των άστρων:
- (Λίβ. Sc. 1642), (Λίβ. Esc. 2786, 2793).
- φρ. αλμέγω τους αστέρας, αρμεύγω τ’ άστρη/τους αστέρας = προλέγω το μέλλον παρατηρώντας τη θέση και τις κινήσεις των άστρων:
[<αρχ. αμέλγω. O τ. αλμ‑ και σήμ. ιδιωμ. O τ. ‑εύγω στο Somav. H λ. στο LBG, στο Meursius (‑ειν) και σήμ.]
- 1) Aρμέγω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμέγω [arméγo] imper 2sg άρμεγε, ipf άρμεγα, aor άρμεξα (subj αρμέξω), pass pf 3sg είναι αρμεγμένος
- ① extract milk fr an animal, milk:
- ~ |
- phr άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες to milk rabbits and shear turtles, said of futile efforts |
- το γάλα τακτικά το αρμέγει και το πήζει ο ίδιος (Delmouzos) |
- poem για σένα της κατσίκας μου το γάλα είναι αρμεγμένο (Myrtiotissa) |
- άλλος έχει τα πρόβατα κι άλλος αρμέει το γάλα (Athanas)
- ⓐ fig extract juice or fluid fr, soak up (near-syn αναρροφώ 1, απομυζώ 1):
- άνοιξε πληγή το πόδι .. και την άνοιγε κάθε αυγή και την άρμεγε (Palam) |
- poem .. τα δεντρόφυλλα μετράν και τ' άστρα λογαριάζουν | και δέρνουν κατεβάζοντας κι αρμέγουν το φεγγάρι (id.) |
- .. δίχως να χορταίνεις | άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης (Ritsos)
- ② fig extract money fr s.o., exploit financially, bleed, drain, milk (syn L απομυζώ 2b, L εκμεταλλεύομαι, τρυγώ):
- τον αρμέγει, τον άρμεξε |
- τον αρμέξανε καλά |
- phr καλή αγελάδα βρήκε κι αρμέγει he has found someone whom he milks regularly |
- αρμέγετε τα I.X. μέχρι εξαντλήσεως του ιδιοκτήτη |
- ο μορφονιός της, έχοντας ν' αρμέγει τον κ. A., δεν της παραγύρευε (Xenop) |
- καταντήσαμε να προσπαθούμε ν' αρμέγομε άγνωστους (ChZalokostas)
[fr MG αρμέγω ← αλμέγω (Epir etc) ← PatrG, K, AG ἀμέλγω]
- ① extract milk fr an animal, milk:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμεγώνας [armeγόnas] ο,
- enclosure or building where animals are milked, milking barn, shed, parlor or pen (syn αρμεγός [Lesb], στρούγγα):
- η κόρη του αρχιτσέλιγκα πηγαίνει το ψωμί των πιστικών στον αρμεγώνα (ChZalokostas, adapted) |
- poem στον αρμεγώνα ο πιστικός να φέρνει το κοπάδι (Krystallis)
[der of αρμέγω w. suff -ώνας; cf αρμεώνιν Ikar, αρμεώνι Andr]
- enclosure or building where animals are milked, milking barn, shed, parlor or pen (syn αρμεγός [Lesb], στρούγγα):