Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρμάτωμα το [armátoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρματώνω.
[μσν. αρμάτωμα < αρματώ(νω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρμάτωμα το· αρμάτωμαν.
-
- 1) Πολεμικός στόλος:
- (Σφρ., Xρον. 18811).
- 2)
- α) Πολεμική προετοιμασία, εξοπλισμός:
- (Τρωικά 52416), (Mαχ. 14423)·
- β) πολεμική (ναυτική) επιχείρηση:
- (Mαχ. 1725).
- α) Πολεμική προετοιμασία, εξοπλισμός:
[<αρματώνω + κατάλ. ‑μα. H λ. στο LBG και σήμ.]
- 1) Πολεμικός στόλος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμάτωμα [armátoma] το,
- ① act or process of equipping w. weapons, arming (syn L εξοπλισμός, ant ξαρμάτωμα):
- poem .. τελέψαν τ' αρματώματα τα μυστικά του βρέφους | και πια μπορούσε ανέγνοιο να διαβεί της γης μας το κατώφλι κλ (Kazantz Od 9.977)
- ② naut fitting out, rigging (syn L εξαρτισμός)
[fr postmed (Somavera), MG αρμάτωμα, der of αρματώνω]
- ① act or process of equipping w. weapons, arming (syn L εξοπλισμός, ant ξαρμάτωμα):