Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμάτος [armátos] ο,
- armed man (syn αρματωμένος1, L ένοπλος, οπλοφόρος, ant ξαρμάτωτος):
- poem θέριζε αλάθευτα μακριάθε, άξιους, ανάξιους, όλους | αρμάτους και ξαρμάτωτους κλ (Palam)
[fr MG (Du Cange) αρμάτος ← Lat armatus]
- armed man (syn αρματωμένος1, L ένοπλος, οπλοφόρος, ant ξαρμάτωτος):