Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρμάρι το· αρμάριν.
-
- Nτουλάπι:
- (Προδρ. III 92), (Eρωτόκρ. Γ´ 440).
[παλαιότ. ουσ. αρμάριον (6. αι., DGE) <λατ. armarium. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Nτουλάπι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμάρι [armári] το, (& ερμάρι & L αρμάριο)
- cupboard, cabinet, closet, locker (syn ντουλάπα, ντουλάπι):
- εντοιχισμένο, καρυδένιο ~ |
- ~ για τρόφιμα |
- ~ για βιβλία, έγγραφα, εργαλεία |
- βρίσκω τον αποκρέβατο με τα σύκα, τ' ~ με τα γλυκά (Eftaliotis) |
- εσκάλιζεν όλα τ' αρμάρια και τους κρυψώνες του φτωχικού της, για να εύρει να του προσφέρει κατιτί (Karkavitsas) |
- φυλάγεις το ψωμί στο ερμάρι, να μη σου μολευτεί (Plaskovitis) |
- σ' ένα αρμάριο υπάρχει καφοζάχαρη, ούζο, παξιμάδια κλ. (PVasileiou) |
- poem παράγγειλε ν' ανοίξουνε το ερμάρι | για να διαλέξει από τις φορεσιές της (Myrtiotissa)
[fr postmed, MG αρμάριν ← PatrG, LK (pap) ἀρμάριον 'cupboard' ← Lat armarium 'id.']
- cupboard, cabinet, closet, locker (syn ντουλάπα, ντουλάπι):