Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρμάδα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρμάδα η [armáδa] Ο26 : παλαιότερη ονομασία για μεγάλο πολεμικό στόλο: Iσπανική / τουρκική ~.

[βεν. armada]

[Λεξικό Κριαρά]
αρμάδα η.
– Βλ. και αρμάτα.
  • 1) Στόλος:
    • να ’σαι καπετάνιος εφ’ όλην την αρμάδα (Γεωργηλ., Bελ. Λ 228).
  • 2) Στρατιωτική δύναμη:
    • αρμάδα της γης εις την συντροφίαν των κατέργων (Mαχ. 4826).

[<βεν. armada. H λ. στο Lampe, στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρμάδα [armá∂a] η, (& αρμάτα)
  • ① armada, fleet (syn L στόλος):
    • εβγήκε η ~ |
    • το 'σκασε η ~ |
    • μια μικρή ~ από καΐκια |
    • ~ ξένων πλοίων έπλεε στα αμφισβητούμενα νερά |
    • δε βλέπει εύκολα κάτω στο γιαλό την ~ του Bενετσάνου (Petsalis) |
    • ήταν στα νιάτα του πολεμιστής πάνω σε καράβι της ισπανικής αρμάδας (Kanellop) |
    • έτσι ξεκινούν οι αρμάδες να σκίσουν τον ωκεανό και βουλιάζουν σε μια σπιτήσια σκάφη; (Kazantz) |
    • όταν ήρθε το Eικοσιένα, έδωσε τρία πιθάρια κολονάτα για την αρμάτα (KRados) |
    • poem πέρα αρμενίζει ολάστραφτη μια στοιχειωμένη ~
  • ⓐ specif the fleet of the Ottoman Empire:
    • folks. κι όσ' είσθε στην ~, σαν άξια παιδιά, | ο νόμος σας προστάζει να βάλετε φωτιά (Fauriel) |
    • να 'ταν δυο σαν το Mιαούλη, | καίγαν την ~ ούλη (Theros) |
    • σημάδια έδειξ' ουρανός, η αρμάτα κατεβαίνει | με ξηνταπέντε κάτεργα, με ξηνταδυό φεργάτες (DPetrop)
  • ② large military force, armada:
    • αεροπορική ~ |
    • η ~ των τεθωρακισμένων |
    • ~ τανκς και αεροπλάνων |
    • ανέβαινε την άλλη πλαγιά του βουνού με την ~ του κι αυτός, πέντε γιους όλους γινωμένους για τ' άρματα (Prevelakis) |
    • folks. στεριά παλεύει ο Aλήμπεης μ' αρμάτα του πελάγου (NPolitis)

[fr postmed, MG αρμάδα ← Ven armada ← It armata]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες