Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρλούμπα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρλούμπα η [arlúmba] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : λόγος χωρίς περιεχόμενο και νόημα, ανοησία, φλυαρία· σαχλαμάρα: Mα τι αρλούμπες είναι αυτές που μας λες;

[ίσως ιταλ. burla `φάρσα, κοροϊδία΄ με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-bu > miabu > mi-abu] > *αρμπούλα με μετάθ. του [r] > αρλούμπα με αντιμετάθ. [bula > luba] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρλούμπα [arlúmba] η, usu pl αρλούμπες οι,
  • foolish talk, nonsense, baloney (syn ανοησία 2, βλακεία, μπαρούφα, μπούρδα, σαχλαμάρα):
    • επιτρέπεται σε κάθε φανατισμένο να λέει και να γράφει παρόμοιες αρλούμπες (Katsigra) |
    • όλες αυτές οι αρλούμπες έχουν χρησιμοποιηθεί εναντίον μας (Athanasiadis-N) |
    • με ζηλευτή κομματική συνοχή υποστηρίζουν ακόμα και τις καταπληκτικότερες αρλούμπες (Psathas) |
    • poem .. αποδείχτηκε όλο αυτό πως ήταν | μια πλάνη και μια ~

[etymon unknown]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες