Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρλεκίνος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρλεκίνος ο [arlekínos] Ο18 : 1.κωμικός τύπος της παλιάς ιταλικής κωμωδίας. 2. αυτός που φοράει ρούχο από πολύχρωμα κομμάτια. || αυτός που κατά την περίοδο της Aποκριάς μεταμφιέζεται φορώντας τα ρούχα του αρλεκίνου: Φέτος τις απόκριες ντύθηκα ~.

[λόγ. < ιταλ. arlecchi no ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρλεκίνος [arlecínos] ο, (L) theat etc
  • comic character origin. of the commedia dell'arte usu dressed in colored tights decorated w. checkers or diamonds, harlequin (near-syn πιερότος):
    • έπρεπε να παρουσιαστώ σαν ~ |
    • ο ~ ξέρει να γελά με τους παραλογισμούς της σύγχρονης ζωής (id.) |
    • και πιερότους κι αρλεκίνους κι άλλους ζεβζέκηδες συναπαντούσες σ' αυτό το πολύχρωμο γαϊτανάκι (Panagiotop) |
    • poem πιερότοι κι αρλεκίνοι μ' αναμμένα | τα μάτια τους τις γύμνιες αντικρύζουν (Karyotakis)

[fr It arlecchino]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες