Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρκώ [arkó] -ούμαι Ρ10.10 (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : 1.είμαι αρκετός, επαρκής, όσος χρειάζεται· φτάνω: Δεν αρκούν τα λόγια, χρειάζονται και πράξεις. Aρκεί η καλή σου διάθεση. Aρκεί η προσπάθεια. 2. (απρόσ.) είναι αρκετό, δε χρειάζεται άλλο· φτάνει: Mου αρκεί το ότι έχω μια ηθική ικανοποίηση. Δεν αρκεί να είναι κανείς μορφωμένος, πρέπει να ΄ναι και άνθρωπος καλός. Όλα θα πάνε καλά, αρκεί να το πιστέψεις. 3. (παθ.) α. μου είναι αρκετό, είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιημένος: Δεν τον ενδιαφέρουν οι πολυτέλειες, αρκείται σε απλά πράγματα. β. περιορίζομαι: Παρόλο που έχω να αναφέρω πολλά, αρκούμαι στα πιο σημαντικά. Ο αστυνόμος δεν υπέβαλε μήνυση, αρκέστηκε μόνο σε συστάσεις και συμβουλές.
[λόγ. < αρχ. ἀρκῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρκώ.
-
- I. Eνεργ.
- 1) Eίμαι αρκετός, επαρκώ:
- (Διακρούσ. 1002).
- 2) (Aπρόσ.) είναι αρκετό, φτάνει:
- (Xρον. Mορ. H 4116).
- 1) Eίμαι αρκετός, επαρκώ:
- II. (Mέσ.) μένω ικανοποιημένος, αρκούμαι σε κ.:
- (Aιτωλ., Mύθ. 5715).
[αρχ. αρκέω. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρκώ [arkό] αρκεί, ipf αρκούσα, aor άρκεσα (subj αρκέσω), mi αρκούμαι (& αρκιέμαι), ipf αρκούμουν (& αρκιόμουν), aor αρκέστηκα (& αρκέσθηκα; subj αρκεστώ & αρκεσθώ; imper 2sg αρκέσου), (L)
- ① usu 3sg or pl be enough, be sufficient, suffice (syn επαρκώ L, φτάνω, syn phr είμαι αρκετός):
- ~ |
- δεν αρκούν δυο αυτοκίνητα για την εκδρομή |
- τα χρήματα που έχω αρκούν και περισσεύουν |
- δεν αρκούν τα λόγια μόνο |
- αρκούν τ' αστεία! enough of jokes! |
- της αρκεί μια καλύβα |
- του αρκεί να την βλέπει ευτυχισμένη |
- αρκεί συνάθροιση σπέρματος στις κύστεις, για να έλθει η επιθυμία (Katsigra) |
- δεν αρκεί να γραφτεί ένα ποίημα, πρέπει και να ανακοινωθεί (Chatzinis) |
- ο μισθός της υποδιευθύντριας δεν αρκούσε, για να τρώνε όλοι το ίδιο (KPapa) |
- άρκεσε να περάσουν λίγες μέρες, για να σκορπίσει το πρώτο μούδιασμα (KStergiop)
- ⓐ impers provided (that), on condition (that), if only (syn phr φτάνει μόνο):
- θα του τηλεφωνήσω, αρκεί να μου το θυμίσεις |
- είχα τόση μανία για το κυνήγι, που θα δεχόμουνα κάθε συμβιβασμό, αρκεί να κυνηγούσα (Kondylakis) |
- poem .. ασκί | το πετσί μου ας το κάμουν, αρκεί | απ' τα χρέη να ξεφύγω κλ (Stavrou Ar)
- ② mi αρκούμαι be content (w.), content o.s. (w.), confine o.s. (to) (near-syn ικανοποιούμαι, περιορίζομαι):
- αρκούμαι ν' αναφέρω ένα παράδειγμα |
- αρκείται στη μελέτη, στα όνειρά του |
- αρκείται στα γρήγορα συμπεράσματα |
- η κυβέρνηση αρκέστηκε σε διαμαρτυρία |
- σπάνια είναι η γυναίκα, που αρκιέται σ' ένα σύζυγο (Kanellop) |
- δε θα ήμασταν συνεπέστεροι, αν αρκούμασταν σε ό,τι μας προσφέρει η εποχή μας; (Giatras) |
- ο Π. αρκέστηκε να σηκώσει τους ώμους (Tsirkas) |
- πρέπει ν' αρκεστούμε σε μια περαστική στιγμούλα (KPolitis) |
- poem με τόσα που έχει, προς θεού, ν' αρκείται! (Kavafis) |
- .. αρκέσου στην κουβέντα τους | και στη θεωρία τους τώρα μόνο (Skipis)
[fr postmed, MG αρκώ ← K (also pap), AG ἀρκῶ]
- ① usu 3sg or pl be enough, be sufficient, suffice (syn επαρκώ L, φτάνω, syn phr είμαι αρκετός):
[Λεξικό Κριαρά]
- αρκῴος, επίθ.
-
- Που προέρχεται από την άρκο (βλ. ά.):
- Aξούγγιν αρκῴον (Oρνεοσ. αγρ. 55229).
[<ουσ. άρκος + κατάλ. ‑ῴος. Πβ. μτγν. αρκτῴος]
- Που προέρχεται από την άρκο (βλ. ά.):