Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρκτικός, επίθ.
-
- Που βρίσκεται προς τον αστερισμό της «άρκτου», βόρειος:
- αρκτικά μέρη (Ωροσκ. 4320).
[αρχ. επίθ. αρκτικός. H λ. και σήμ.]
- Που βρίσκεται προς τον αστερισμό της «άρκτου», βόρειος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αρκτικός [arktikós] ο, geogr
- Arctic zone, the Arctic (syn Aρκτική):
- θα γίνει πιο επικερδής η αξιοποίηση των αποθεμάτων του Aρκτικού
[fr kath (neol) Aρκτικός (sc κύκλος), substantiv. m of αρκτικός1]
- Arctic zone, the Arctic (syn Aρκτική):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρκτικός 1 -ή -ό [arktikós] Ε1 : που βρίσκεται στο βορειότερο τμήμα της υδρογείου, ο βόρειος: ~ πόλος, ο βόρειος. Aρκτική ζώνη, η περιοχή γύρω από το Bόρειο Πόλο. ~ Ωκεανός, ο βόρειος παγωμένος. ~ κύκλος, ο βόρειος πολικός. Aρκτικές χώρες, που βρίσκονται στη βόρεια πολική ζώνη. || Aρκτικό ψύχος, για μεγάλο κρύο.
[λόγ. < αρχ. ἀρκτικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρκτικός 2 -ή -ό : που βρίσκεται στην αρχή, που από αυτόν αρχίζει κτ.· αρχικός. ANT τελικός: Aρκτικό γράμμα λέξεων. Aρκτική συλλαβή. || Aρκτικοί χρόνοι των ρημάτων, που από αυτούς σχηματίζονται οι υπόλοιποι. ANT παράγωγοι.
[λόγ. < ελνστ. ἀρκτικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρκτικός1, -ή, -ό [arktikós] (L) geogr
- of or near the North Pole, arctic (ant ανταρκτικός):
- αρκτική θάλασσα, πόλη |
- αρκτικό σκοτάδι |
- ~ |
- αρκτική ζώνη area between the North Pole and the Arctic Circle |
- αρκτική ζώνη area between the North Pole and the Arctic Circle, Arctic zone |
- έστειλε κάποιο γεωλόγο να εξετάσει τις αρκτικές περιοχές πέρα της εξηκοστής εβδόμης παραλλήλου (Athanasiadis-N) |
- κανένα πλοίο δεν τον πήγε ως το αρκτικό εκείνο νορβηγικό λιμάνι (Chourmouziadis)
[fr kath αρκτικός ← K (also pap), AG ἀρκτικός, der of ἄρκτος (: ἄρχομαι)]
- of or near the North Pole, arctic (ant ανταρκτικός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρκτικός2, -ή, -ό [arktikós] (& D αρχτικός) (L) gramm
- ① being at the beginning of the word, initial (syn αρχικός, ant τελικός):
- το επίθετο περιέχει δύο φορές το αρχτικό σύμφωνο του ουσιαστικού που συνοδεύει (Karkidis)
- ② ~:
- η ευκτική στην τελική πρόταση, παρ' όλη την εξάρτηση από αρκτικό χρόνο, δικαιολογείται (FKakridis)
[fr kath αρκτικός ← MG (14th c.) ← LK ἀρκτικός, this der of *ἀρκτός (]
- ① being at the beginning of the word, initial (syn αρχικός, ant τελικός):