Παράλληλη αναζήτηση
18 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρκούδι το [arkúδi] Ο44 : (οικ.) η αρκούδα: Xορεύουν σαν αρκούδια. ΠAΡ Nηστικό ~ δε χορεύει, αυτός που πεινάει δεν μπορεί να εργαστεί και γενικότερα όταν δεν εκπληρώνονται κάποιες προϋποθέσεις, δεν μπορεί κάποιος να ξεκινήσει μια δουλειά, μια προσπάθεια.
[μσν. αρκούδι(ν) < αρκούδιον υποκορ. του ελνστ. ὁ, ἡ ἄρκ(ος) -ούδιν (αρχ. ἄρκτος ἡ)]
- αρκούδι [arkú∂i] το,
- ① zoo bear cub, little bear (syn in αρκουδάκι 1):
- πώς θα κάμει άραγες η N. άμα της βάλει στην αγκαλιά της το μικρό το ~; (Venezis)
- ② bear (syn in αρκούδα 1):
- prov νηστικό ~ |
- μπαίνουνε πασπατεύοντας σαν αρκούδια (LAkritas) |
- folks. παιδιά μ', να μη μ' αφήκετε στον έρημο τον τόπο, | βγαίνουν τ' αρκούδια και με σκιουν, οι λύκοι και με τρώγουν (DPetrop)
[fr postmed, MG αρκούδι ← MG αρκούδιον, dimin of K ἄρκος]
- ① zoo bear cub, little bear (syn in αρκουδάκι 1):
- αρκουδία η· αρκουδιά.
-
- Aρκούδα:
- (Θησ. Ϛ´ [224]).
[<ουσ. αρκούδα + κατάλ. ‑ία. O τ. και σήμ. κρητ. H λ. σε σχόλ. (LBG) και σήμ. ποντ.]
- Aρκούδα:
- αρκουδιά [arku∂já] η,
- ① bearskin (syn in αρκουδοπροβιά)
- ② coarse or uncivil behavior (near-syn γαϊδουριά)
[der of αρκούδα w. suff -ιά; cf γαϊδουριά etc]
- αρκουδιάρης ο [arkuδjáris] Ο11 θηλ. αρκουδιάρισσα [arkuδjárisa] Ο27 : 1.αυτός που εκγυμνάζει αρκούδες και τις παρουσιάζει ως θέαμα στους δρόμους, σε πανηγύρια κτλ.: Οι αρκουδιάρηδες είναι συνήθως γύφτοι. Ο ~ χτυπούσε το ντέφι και η αρκούδα χόρευε. 2. (μτφ.) άξεστος, βρομιάρης άνθρωπος.
[αρκούδ(α) -ιάρης· αρκουδιάρ(ης) -ισσα]
- αρκουδιάρης [arku∂járis] ο,
- trainer or keeper of a performing bear, bearward (syn αρκουδάς, αρκουδόγυφτος, αρκουδοτρόφος):
- περνούσαν κ' οι αρκουδιάρηδες με τις βαριές αλυσίδες και τα βροντόλαλα ντέφια (Panagiotop) |
- θα το πουλήσω στους αρκουδιάρηδες, που έχουνε μαϊμούδες κι αρκούδες και μαζεύουνε γρόσα απ' τον κόσμο (Venezis) |
- poem .. έξω απ' τα παράθυρα περνάει ο ~
[der of αρκούδι w. suff -άρης]
- trainer or keeper of a performing bear, bearward (syn αρκουδάς, αρκουδόγυφτος, αρκουδοτρόφος):
- αρκουδιάρικος, -η, -ο [arku∂járikos]
- resembling, or characteristic of, a bear, bear-like, ursine (syn αρκουδήσιος 2):
- αρκουδιάρικο μούτρο |
- αρκουδιάρικη συμπεριφορά
[der of αρκουδιάρης]
- resembling, or characteristic of, a bear, bear-like, ursine (syn αρκουδήσιος 2):
- αρκουδίζω [arkuδízo] Ρ2.1α : (ιδ. για μικρά παιδιά) περπατώ με χέρια και με πόδια, με τα τέσσερα· μπουσουλάω: Tο μωρό αρκουδίζει, αλλά δεν περπατάει ακόμα.
[μσν. αρκουδίζω < αρκούδ(ιν) -ίζω]
- αρκουδίζω.
-
- Περπατώ (όπως η αρκούδα) με τα τέσσερα:
- (Προδρ. IV 309 χφφ VPK κριτ. υπ).
[<ουσ. αρκούδα + κατάλ. ‑ίζω. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Περπατώ (όπως η αρκούδα) με τα τέσσερα:
- αρκουδίζω [arku∂ízo] (& region. αρκουδώ) ipf αρκούδιζα, aor αρκούδισα
- crawl on all fours (syn μπουσουλώ):
- πάλι αρκουδάει με τα τέσσερα να βγει (Myriv) |
- αρκουδίζοντας έφτασε στο πεζοδρόμι, σηκώθηκε αργά (Tsirkas) |
- poem .. σα ζα αρκουδίζατε και βόσκατε βελάνια (Kazantz Od 3.943) |
- παιδιά αρκουδίσανε και γέροι σύρανε τα βαριά τους πόδια (Theodorou)
[fr postmed (Somavera), MG αρκουδίζω, der of αρκούδιν ← αρκούδιον or of αρκούδα]
- crawl on all fours (syn μπουσουλώ):