Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρκούδα η [arkúδa] Ο26 : 1.μεγαλόσωμο θηλαστικό με πλούσιο τρίχωμα, συνήθ. καστανού χρώματος, που ζει στα δάση: Aπαγορεύτηκε το κυνήγι της αρκούδας. Εξημερωμένη / εκπαιδευμένη ~. Ο γύφτος χτυπούσε το ντέφι κι η ~ χόρευε ρυθμικά. Δέρμα / τομάρι αρκούδας. ΦΡ το ξύλο της αρκούδας, για άγριο ξυλοδαρμό. το γέλιο της αρκούδας, πολύ γέλιο. || Λευκή ή πολική ~, των αρκτικών περιοχών. || Ρωσική ~, η Ρωσία. 2. (μτφ.) α. για μεγαλόσωμο ή πολύ τριχωτό άντρα. β. για ογκώδη και άχαρη γυναίκα. 3. (λογοτ.) Aρκούδα, ο αστερισμός της Mικρής ή της Mεγάλης Άρκτου.
αρκουδάκι το YΠΟKΟΡ 1. η μικρή αρκούδα. 2. γούνινο συνήθ. ομοίωμα αρκούδας, που χρησιμοποιείται ως παιδικό παιχνίδι: Kοιμήθηκε με το ~ της αγκαλιά. αρκουδίτσα η YΠΟKΟΡ η μικρή αρκούδα. [μσν. αρκούδα < αρκούδ(ιν) μεγεθ. -α· αρκούδ(α) -ίτσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρκούδα η.
-
- Tο ζώο αρκούδα:
- (Συναξ. γαδ. 38).
[<ουσ. αρκούδιον + κατάλ. ‑α. Πβ. αρσ. άρκουδος σε σχόλ. (Meursius, LBG). H λ. το 13. αι. (LBG) και σήμ.]
- Tο ζώο αρκούδα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρκούδα [arkú∂a] η,
- ① zoo carnivorous mammal of the family Ursidae, bear (syn αρκούδι 2, L άρκτος 1):
- πολική ~ |
- οι άσπρες αρκούδες γυρίζουν μέσα σε πάρκα από κρύσταλλο (Myriv) |
- η ~ |
- περνούσαν από κει ατσίγγανοι με τις αρκούδες τους (Venezis) |
- μόνο η ~
- ⓐ fig, polit η ρωσική ~:
- επίθεση στο υπογάστριο της ρωσικής αρκούδας
- ② big-bodied, graceless, or coarse person (syn αρκουδάνθρωπος):
- ο δείνα παντρεύτηκε μιαν ~
[fr postmed, MG (schol.) αρκούδα, der of MG αρκούδιον, dimin of K ἄρκος (pap, 3rd c. BC) and LK ἄρξ (pap, 6th c.) bes ἄρκτος 'bear']
- ① zoo carnivorous mammal of the family Ursidae, bear (syn αρκούδι 2, L άρκτος 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρκουδάκι [arku∂áci] το,
- ① zoo bear cub, little bear (syn αρκούδι 1, αρκουδόπουλο):
- αυτά διηγόταν η μεγάλη αρκούδα για την ιστορία της φυλής τους στο ~ |
- poem κλαψουριστά σαν τα νιογέννητα φυσούσατε αρκουδάκια (Kazantz Od 10.1121)
- ② toy or figurine having the form of a little bear, teddybear (syn αρκουδίτσα 2):
- παίρνουν μαζί κάποια πάνα ή ένα φθαρμένο ~, που το κρατούν σφιχτά στην αγκαλιά |
- μου έδειξε ένα ~ από πράσινο ξύλο (Venezis)
[fr postmed (Somavera) αρκουδάκι, dimin of αρκούδα]
- ① zoo bear cub, little bear (syn αρκούδι 1, αρκουδόπουλο):
[Λεξικό Κριαρά]
- αρκουδάμαξο(ν) το.
-
- Πολιορκητική μηχανή:
- (Kαναν. 127-8).
[<ουσ. αρκούδα + αμάξι. T. σήμ. κυπρ. H λ. (‑ον) στο Du Cange]
- Πολιορκητική μηχανή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρκουδάνθρωπος [arku∂ánθropos] ο,
- big-bodied, graceless, or coarse person (syn αρκούδα 2, αρκουδόγατος 2):
- οι σπιθαμιαίοι αυτοί αρκουδάνθρωποι, οι Eσκιμώοι, είναι οι σπουδαιότεροι βοηθοί των εξερευνητών του Bορρά (Athanasiadis-N) |
- ο ~, που επιτηρούσε τη διανομή, διαολόστελνε τον κόσμο (TDoxas)
[cpd of αρκούδα & άνθρωπος]
- big-bodied, graceless, or coarse person (syn αρκούδα 2, αρκουδόγατος 2):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρκουδάρα [arku∂ára] η,
- big bear (ant αρκουδίτσα 1)
[der of αρκούδα w. suff -άρα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρκουδάς [arku∂ás] ο,
- trainer or keeper of a performing bear, bearward (syn in αρκουδιάρης)
[der of αρκούδα w. suff -άς; cf γιδάς, προβατάς etc]