Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρκουδίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρκουδίζω [arkuδízo] Ρ2.1α : (ιδ. για μικρά παιδιά) περπατώ με χέρια και με πόδια, με τα τέσσερα· μπουσουλάω: Tο μωρό αρκουδίζει, αλλά δεν περπατάει ακόμα.

[μσν. αρκουδίζω < αρκούδ(ιν) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
αρκουδίζω.
  • Περπατώ (όπως η αρκούδα) με τα τέσσερα:
    • (Προδρ. IV 309 χφφ VPK κριτ. υπ).

[<ουσ. αρκούδα + κατάλ. ίζω. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρκουδίζω [arku∂ízo] (& region. αρκουδώ) ipf αρκούδιζα, aor αρκούδισα
  • crawl on all fours (syn μπουσουλώ):
    • πάλι αρκουδάει με τα τέσσερα να βγει (Myriv) |
    • αρκουδίζοντας έφτασε στο πεζοδρόμι, σηκώθηκε αργά (Tsirkas) |
    • poem .. σα ζα αρκουδίζατε και βόσκατε βελάνια (Kazantz Od 3.943) |
    • παιδιά αρκουδίσανε και γέροι σύρανε τα βαριά τους πόδια (Theodorou)

[fr postmed (Somavera), MG αρκουδίζω, der of αρκούδιν ← αρκούδιον or of αρκούδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες