Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρκουδάκι [arku∂áci] το,
- ① zoo bear cub, little bear (syn αρκούδι 1, αρκουδόπουλο):
- αυτά διηγόταν η μεγάλη αρκούδα για την ιστορία της φυλής τους στο ~ |
- poem κλαψουριστά σαν τα νιογέννητα φυσούσατε αρκουδάκια (Kazantz Od 10.1121)
- ② toy or figurine having the form of a little bear, teddybear (syn αρκουδίτσα 2):
- παίρνουν μαζί κάποια πάνα ή ένα φθαρμένο ~, που το κρατούν σφιχτά στην αγκαλιά |
- μου έδειξε ένα ~ από πράσινο ξύλο (Venezis)
[fr postmed (Somavera) αρκουδάκι, dimin of αρκούδα]
- ① zoo bear cub, little bear (syn αρκούδι 1, αρκουδόπουλο):