Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρκετός, επίθ.
-
- 1) Eπαρκής:
- αρκετήν … βρώση (Παϊσ., Iστ. Σινά 332).
- 2) Xρήσιμος:
- ποίον είναι πλια ’ρκετόν σε τούτην σου την χρείαν (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [45]).
[μτγν. επίθ. αρκετός. H λ. και σήμ.]
- 1) Eπαρκής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρκετός -ή -ό [arketós] Ε1 : 1α.που επαρκεί, που φτάνει για κτ., που δεν είναι περίσσιος ούτε και λειψός: Έχει αρκετά χρήματα για να ζήσει. β. που είναι ικανοποιητικός: Aπό τη δουλειά του κερδίζει αρκετά λεφτά. 2. που δεν είναι λίγος ποσοτικά ή αριθμητικά: Στην εκδήλωση μαζεύτηκε ~ κόσμος. Για να γίνει καλά ξόδεψε αρκετά χρήματα. 3. που είναι πάνω από το συνηθισμένο ή το ανεκτό μέτρο: Mε αρκετή δόση θράσους / ειρωνείας απάντησε στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων. 4. (με το ρ. είμαι) α. (προσ.): Είναι ~ ένας λόγος μου και θα γίνει αυτό που θες, φτάνει, αρκεί. β. (απρόσ.): Είναι αρκετό το ότι με θυμήθηκες, φτάνει, με ικανοποιεί.
αρκετούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ: Tώρα πια κερδίζω αρκετούτσικα χρήματα. αρκετά ΕΠIΡΡ: Είναι ~ έξυπνος / πλούσιος / ώριμος / υπάκουος / εξυπηρετικός. Mιλήσαμε / καθίσαμε / ήπιαμε / περπατήσαμε ~. Είναι ~ έξυπνος για να καταλάβει. Tο φαγητό είναι ~ καλό. Ώσπου να φτάσουμε στην κορυφή του βουνού, ταλαιπωρηθήκαμε ~. || (ως επιφ.) ~!, φτάνει πια, το περισσότερο δεν είναι ανεκτό: ~ (πια) με τις βλακείες / με τις ανοησίες / με τις τρέλες σου! αρκετούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. [ελνστ. ἀρκετός· αρκετ(ός) -ούτσικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρκετός, -ή, -ό [arcetós]
- ① enough, sufficient, adequate (syn L επαρκής):
- η κυβέρνηση έχει αρκετή πλειοψηφία |
- δεν υπάρχει ~ |
- τα λεφτά, που του έδωσες, είναι αρκετά (syn φτάνουν) |
- έχω αρκετά (sc χρήματα), για να ζω, είμαι ευχαριστημένος (Louros) |
- αρκετό βάρος εδώκαμε στους συγγενείς μας (Kondylakis) |
- ολίγιστοι θεωρούν αρκετό να επισημάνουν το γεγονός (Panagiotop) |
- δεν το θεώρησα βέβαια εξήγηση αρκετή (Terzakis) |
- η ελληνική τέχνη χαρίζει το θέαμα του οργανικού, κλειστού, αρκετού στον εαυτό του συνόλου (Karouzos) |
- poem έδινε πάντα του αρκετή στους άνομους αιτία | να το σταυρώνουν κλ (Markoras)
- ② plenty, ample, abundant, considerable (syn κάμποσος, μπόλικος, near-syn αξιόλογος 3b):
- έχει αρκετή πείρα, περιουσία, προίκα |
- κληρονόμησε αρκετά λεφτά |
- καθυστέρησε για αρκετό χρονικό διάστημα |
- το σημείωμα πήρε αρκετή έκταση |
- η μέρα περνά μ' αρκετή δουλειά, με λιγάκι ρομαντισμό κλ (Athanasiadis-N, adapted) |
- η κόρη του ξέρει αρκετά γράμματα (Dimaras)
- ⓐ usu pl αρκετοί, -ές, -ά several (syn κάμποσοι):
- είχαμε αρκετές βροχές |
- έχει πάθει αρκετά δυστυχήματα |
- αυτό το 'καμεν αρκετές φορές (Makryg) |
- αρκετές μέρες μάνιαζε η μάχη μέσ' την πόλη (TDoxas)
- ③ worthy, competent, up to (near-syn άξιος2 3, ικανός):
- υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού και αν είσαι ~, κυρίεψέ την (Solom) |
- χίλια εμπόδια αντιστέκονται εις τον αγαθόν σκοπόν του και δεν είναι ~ να βγει πέρα (Polylas) |
- poem δεν είμαι ~
[fr postmed, MG αρκετός ← LK (& pap, 1st c., 2nd c., & 2nd/3rd c. AD) ἀρκετός]
- ① enough, sufficient, adequate (syn L επαρκής):