Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρκετά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αρκετά, επίρρ.
  • Eπαρκώς:
    • (Xίκα, Mονωδ. 44).

[<επίθ. αρκετός. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρκετά [arcetá] adv
  • ① enough, sufficiently, amply, adequately (syn L επαρκώς):
    • ~ |
    • δεν είναι ~ έξυπνος για να το καταλάβει he is not bright enough to understand it |
    • το κρέας μαγειρεύτηκε ~ |
    • δε μελέτησε ~ για τις εξετάσεις |
    • θέλω να σε δω, να σου μιλήσω· ποτέ δε σου μιλάω ~ (Petsalis) |
    • σκέφτεται πως ~ έκανε το χατίρι του Tσόρτσιλ και πρέπει να κοιτάξει κομμάτι τα συμφέροντα του τόπου του (Tsirkas) |
    • poem κανείς δε θα 'ξερε να πει | αν αγαπήσαμε ~
  • ② rather, quite, fairly, pretty (near-syn κάμποσο):
    • έρχεται ~ |
    • τρέχει ~ γρήγορα |
    • είναι ~ μεγαλύτερος από τη γυναίκα του |
    • ο άρρωστος αισθάνεται ~ καλύτερα |
    • σημειώθηκε ένας ~ ισχυρός σεισμός |
    • οι δουλειές πηγαίνουν ~ καλά
  • ③ to a fairly large extent, considerably:
    • άλλες σάτιρες φαίνεται να κυκλοφόρησαν ~

[fr postmed αρκετά, der of αρκετός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες