Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρκαντάσης ο [arkandásis] Ο11 : (λαϊκ.) σύντροφος, φίλος, συμπαραστάτης· μακαντάσης.
[τουρκ. arkadaş -ης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρκαντάσης [arkadásis] ο, pl αρκαντάσηδες
- friend, companion, pal, brother (syn καρντάσης, σύντροφος):
- σα μπόσικο το βλέπω τούτο το νταραβέρι απόψε, αρκαντάση (Grigoris) |
- το Kοράνι έκανε τους Tούρκους να ζούνε με τους χριστιανούς σαν αρκαντάσηδες (DOikonomidis)
[fr Turk arkadas 'id.']
- friend, companion, pal, brother (syn καρντάσης, σύντροφος):