Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αρκάς1 s. Aρκαδινός.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρκάς2 [arkás] ο, pl αρκάδες
- ① hind side of, back (syn το πίσω, η πλάτη):
- ο ~
- ② fig protector, defender, supporter (syn πλάτες):
- αυτός έχει γερούς αρκάδες και δε φοβάται
[fr postmed (Somavera) αρκάς ← Turk arka 'id.']
- ① hind side of, back (syn το πίσω, η πλάτη):