Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριόζο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αριόζο [ariόzo] το, (L) mus
  • type of song intermediate between aria and recitative, arioso

[fr It arioso]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες