Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστούχος [aristúxos] ο, η, (L)
- having passed w. the highest marks, summa-cum-laude graduate:
- ~ |
- υπήρξε ~ διδάκτωρ της Mαθηματικής σχολής (Peranthis) |
- η Aμαλίτσα του προ ημερών απεφοίτησε ~ από τη σχολή Σαιν Zοζέφ (AKotzias)
[fr kath (neol Koumanoudis) αριστούχος, cpd of άριστα w. combin form -ούχος (: έχω); cf ταλαντούχος, αδειούχος, δικαιούχος etc]
- having passed w. the highest marks, summa-cum-laude graduate:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριστούχος -ος / -α -ο [aristúxos] Ε14 : α.που πρωτεύει, που παίρνει το βαθμό άριστα σε εξετάσεις, σε διαγωνισμούς: Ο Γιώργος είναι ~ μαθητής. β. που πήρε απολυτήριο, ενδεικτικό, πτυχίο με το βαθμό άριστα: ~ φιλόλογος / μαθηματικός / φυσικός. || (ως ουσ.) ο αριστούχος, θηλ. αριστούχος: Σε ειδική τελετή επιδόθηκαν βραβεία σε αριστούχους.
[λόγ. άριστ(α)2 + -ούχος]