Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριστούργημα
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αριστούργημα το [aristúrjima] Ο49 : έργο που γίνεται με μεγάλη τέχνη και επιτυχία, που είναι το καλύτερο στο είδος του: Ο πίνακας / το άγαλμα / το γλυκό / το φαΐ / το φιλμ είναι ~. || (με γεν.) το καλύτερο δημιούργημα: Tο ~ της ποίησης / του κινηματογράφου / της τεχνικής / της μαγειρικής. Tα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Tο ~ του Ουγκό είναι οι «Άθλιοι». Ένα από τα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου. || (ως επιφ.) για θαυμασμό, επιδοκιμασία: ~!, μπράβο, υπέροχα, έξοχα.

[λόγ. < μσν. αριστούργημα < άριστ(ος) + -ούργημα κατά το τεχνούργημα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριστούργημα [aristúryima] το, (L)
  • ① masterpiece, chef-d'oeuvre (syn αριστοτέχνημα):
    • άγνωστο, βυζαντινό ~ |
    • ~ ανοησίας, ξυλουργικής τέχνης, πεζογραφίας, ύφους |
    • ο Παρθενώνας είναι το μεγαλύτερο ~ της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής |
    • το σώμα της ήταν ένα ~ του θεού (Sfakianakis) |
    • ο Eρωτόκριτος είναι ένα από τα αριστουργήματα της νέας μας λογοτεχνίας (Dimaras) |
    • κάτι τέτοια αριστουργήματα κάποιου τελωνοφύλακα ξεπεράσανε σε τιμή τους πίνακες του Pέμπραντ (KPolitis)
  • ② sth extremely good or beautiful, a real beauty:
    • το φαΐ είναι ~ |
    • φάγαμε έναν μπακλαβά ~ |
    • η κάμαρά σας, δεσποινίς, είναι ~! (Xenop) |
    • μου είπε ότι οι ελληνικοί χοροί είναι ~ (Stratou)

[fr kath αριστούργημα ← MG, ByzG αριστούργημα, der of *αριστουργώ (-οεργώ), this fr *αριστοεργός; cf θαυματούργημα (: θαυματουργώ), μεγαλούργημα (: μεγαλουργώ), ραδιούργημα (: ραδιουργώ), τεχνούργημα (: *τεχνουργώ), along w. 28 other instances]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριστουργηματάκι [aristuryimatáci] το, (L)
  • small or minor masterpiece:
    • το μικρό αυτό έργο είναι ένα ~

[der of αριστούργημα w. suff -άκι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριστουργηματικά [aristuryimatiká] adv (L)
  • in a masterly matter, most beautifully (syn αριστοτεχνικά):
    • ύφασμα κεντημένο ~ |
    • μυθιστόρημα πλασμένο ~ |
    • (η ηθοποιός) έδωσε πιστά και ~ την παραστρατημένη επαρχιώτισσα (Athanasiadis-N) |
    • δε θα μπορούσε να αποδοθεί αριστουργηματικότερα η ιδέα του θεού φρουρού (Despinis) |
    • ασχολήθηκε με έμμετρες μεταφράσεις και ιδιαίτερα του Φ.Z., τον οποίον απέδωκεν αριστουργηματικότατα στη γλώσσα μας (Peranthis)

[der of αριστουργηματικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αριστουργηματικός -ή -ό [aristurjimatikós] Ε1 : που έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός αριστουργήματος· αριστοτεχνικός: Tο κινηματογραφικό / θεατρικό έργο είχε αριστουργηματική σκηνοθεσία / ηθοποιία. αριστουργηματικά ΕΠIΡΡ κατά τρόπο αριστουργηματικό· αριστοτεχνικά: Ο επιθετικός παίκτης ξεπέρασε ~ την αντίπαλη άμυνα.

[λόγ. αριστουργηματ- (αριστούργημα) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριστουργηματικός, -ή, -ό [aristuryimatikós] (L)
  • similar or equal to a masterpiece, most beautiful, superb, exceptional:
    • ~ |
    • αριστουργηματική ηθογραφία, μετάφραση, ξυλογλυπτική, παράσταση, σύνθεση |
    • αριστουργηματικό ανάγλυφο, μνημείο, παλάτι, ποίημα, ψηφιδωτό |
    • αριστουργηματική θέα, αριστουργηματικά κυπαρίσσια |
    • οι αριστουργηματικές κωμωδίες του Tσάρλι Tσάπλιν |
    • η ομάδα κέρδισε με το αριστουργηματικό παιχνίδι της |
    • ποτέ δεν αισθάνθηκα έτσι ακέρια την αριστουργηματική του ομορφιά (Palam) |
    • θυμάμαι σ' ένα τέτοιο μαγαζί μια αριστουργηματική συλλογή από βυζαντινές εικόνες (Kyriakidis) |
    • η στηριζόμενη Aφροδίτη είναι η αριστουργηματικότερη σε χαρακτηρισμό εικόνα της θεάς του Έρωτα (Despinis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αριστουργηματικός, der of αριστούργημα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριστουργηματοποιώ [aristuryimatopiό] αριστουργηματοποιεί, aor subj αριστουργηματοποιήσω, (L)
  • make a masterpiece out of:
    • με μια τεράστια δεξιότητα τέχνης και χρωματισμού κατόρθωσε να αριστουργηματοποιήσει ένα τόσο ταπεινό θέμα (Athanasiadis-N)

[fr kath (neol) αριστουργηματοποιώ, cpd w. ποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες