Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριστουργηματικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αριστουργηματικός -ή -ό [aristurjimatikós] Ε1 : που έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός αριστουργήματος· αριστοτεχνικός: Tο κινηματογραφικό / θεατρικό έργο είχε αριστουργηματική σκηνοθεσία / ηθοποιία. αριστουργηματικά ΕΠIΡΡ κατά τρόπο αριστουργηματικό· αριστοτεχνικά: Ο επιθετικός παίκτης ξεπέρασε ~ την αντίπαλη άμυνα.

[λόγ. αριστουργηματ- (αριστούργημα) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριστουργηματικός, -ή, -ό [aristuryimatikós] (L)
  • similar or equal to a masterpiece, most beautiful, superb, exceptional:
    • ~ |
    • αριστουργηματική ηθογραφία, μετάφραση, ξυλογλυπτική, παράσταση, σύνθεση |
    • αριστουργηματικό ανάγλυφο, μνημείο, παλάτι, ποίημα, ψηφιδωτό |
    • αριστουργηματική θέα, αριστουργηματικά κυπαρίσσια |
    • οι αριστουργηματικές κωμωδίες του Tσάρλι Tσάπλιν |
    • η ομάδα κέρδισε με το αριστουργηματικό παιχνίδι της |
    • ποτέ δεν αισθάνθηκα έτσι ακέρια την αριστουργηματική του ομορφιά (Palam) |
    • θυμάμαι σ' ένα τέτοιο μαγαζί μια αριστουργηματική συλλογή από βυζαντινές εικόνες (Kyriakidis) |
    • η στηριζόμενη Aφροδίτη είναι η αριστουργηματικότερη σε χαρακτηρισμό εικόνα της θεάς του Έρωτα (Despinis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αριστουργηματικός, der of αριστούργημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες