Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστουργηματικά [aristuryimatiká] adv (L)
- in a masterly matter, most beautifully (syn αριστοτεχνικά):
- ύφασμα κεντημένο ~ |
- μυθιστόρημα πλασμένο ~ |
- (η ηθοποιός) έδωσε πιστά και ~ την παραστρατημένη επαρχιώτισσα (Athanasiadis-N) |
- δε θα μπορούσε να αποδοθεί αριστουργηματικότερα η ιδέα του θεού φρουρού (Despinis) |
- ασχολήθηκε με έμμετρες μεταφράσεις και ιδιαίτερα του Φ.Z., τον οποίον απέδωκεν αριστουργηματικότατα στη γλώσσα μας (Peranthis)
[der of αριστουργηματικός]
- in a masterly matter, most beautifully (syn αριστοτεχνικά):