Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριστοτεχνικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αριστοτεχνικός -ή -ό [aristotexnikós] Ε1 : που γίνεται με πολύ μεγάλη τέχνη, ικανότητα· αριστουργηματικός: ~ χειρισμός. Aριστοτεχνική οδήγηση / ενέργεια / πάσα. Aριστοτεχνικό χτύπημα καράτε / παίξιμο ηθοποιού. αριστοτεχνικά ΕΠIΡΡ κατά τρόπο που φανερώνει μεγάλη τέχνη ή ικανότητα· αριστουργηματικά: H ηθοποιός απέδωσε ~ το ρόλο της.

[λόγ. αριστοτέχν(ης) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριστοτεχνικός, -ή, -ό [aristotexnikós] (L)
  • done w. or exhibiting virtuosity, masterly (near-syn αριστουργηματικός):
    • αριστοτεχνική ανάλυση, δεξιοσύνη, επεξεργασία, ληστεία, μετάφραση |
    • αριστοτεχνικό διήγημα, στιχούργημα, χρονογράφημα |
    • αριστοτεχνική λαβή στην πάλη |
    • δημιουργούσαν την αριστοτεχνική γεωμετρία του κόκκινου τούβλου (Panagiotop) |
    • θα θαυμάσομε την ευστοχία της παρατήρησης και την αριστοτεχνική διατύπωσή της (Papanoutsos) |
    • πολλά από τα τραγούδια του είναι αριστοτεχνικές μελωδίες (Chatzinis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αριστοτεχνικός, der of αριστοτέχνης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες