Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστοτεχνικά [aristotexniká] adv (& αριστοτεχνικώς) (L)
- in a masterly manner (near-syn αριστουργηματικά):
- αναλύει, μεταφράζει, περιγράφει ~ |
- ο θίασος ερμηνεύει το έργο ~ |
- ο Θεοτόκης χειρίστηκε ~ τη γλώσσα (Palam) |
- ο Σωκράτης ήξερε ~ να ελέγχει την αμάθεια των συνομιλητών του (Papanoutsos) |
- η πορεία της ιστορίας είναι ~ διευθυνόμενη εκτέλεση ενός θεϊκού σχεδίου (Evelpidis) |
- όλα ήσαν έτοιμα και ~ οργανωμένα (Chatzinikou)
[der of αριστοτεχνικός]
- in a masterly manner (near-syn αριστουργηματικά):