Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριστοτελισμός ο [aristotelizmós] Ο17 : το φιλοσοφικό σύστημα που θεμελίωσε ο Aριστοτέλης με τη διδασκαλία του.
[λόγ. < γαλλ. aristotelisme ή ίσως μσνλατ. aristotelismus < αρχ. Ἀριστοτέλ(ης) -isme, -ismus = -ισμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστοτελισμός [aristotelizmós] ο, (L) philos
- philosophical system or way of thought based on Aristotle, Aristotelianism:
- παράλαβε από την αραβική παράδοση τον αριστοτελισμό (Kanellop) |
- συνέλαβε στο να κυριαρχήσει αποκλειστικά ο ~
[fr kath (neol Koumanoudis) αριστοτελισμός, der of αριστοτελίζω]
- philosophical system or way of thought based on Aristotle, Aristotelianism: