Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριστοτελικός -ή -ό [aristotelikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον Aριστοτέλη, στη φιλοσοφία και στη διδασκαλία του: Aριστοτελική λογική / φιλοσοφία. ~ συλλογισμός. || (ως ουσ.) ο αριστοτελικός, οπαδός της φιλοσοφικής θεωρίας και διδασκαλίας του Aριστοτέλη: Οι απόψεις / οι θεωρίες των αριστοτελικών.
[λόγ. < ελνστ. Ἀριστοτελικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστοτελικός1 [aristotelikós] ο, (L) philos
- follower of Aristotle's philosophy, Aristotelian:
- είχαν ανάψει στην Kωνσταντινούπολη οι συζητήσεις αριστοτελικών και πλατωνικών (Vacalop) |
- το φιλοσοφικό του έργο σώθηκε σε εριστικές διατριβές προς τους αριστοτελικούς (MChatzidakis)
[fr kath αριστοτελικός ← LK ἀριστοτελικός, substantiv. m of ἀριστοτελικός2]
- follower of Aristotle's philosophy, Aristotelian:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστοτελικός2, -ή, -ό [aristotelikós] (L) philos
- ① of or pertaining to Aristotle or his philosophy, Aristotelian (syn αριστοτέλειος):
- ~ |
- αριστοτελική διατύπωση, διδασκαλία, έννοια, κάθαρση |
- αριστοτελική διαλεκτική, λογική, μεταφυσική, ποιητική |
- αριστοτελικές κατηγορίες |
- αριστοτελικές μελέτες |
- αριστοτελικό κείμενο, πνεύμα, σύστημα |
- ~ ορισμός της τραγωδίας |
- η ηθική θεωρία του Kαντ είναι αντίθετη προς την αριστοτελική (Papanoutsos) |
- συνδυάζει στοιχεία επικούρεια, στωικά και αριστοτελικά (Theodorakop) |
- η κοσμοθεωρία [του Aθανασιάδη-Nόβα] στο σημείο αυτό γίνεται σχεδόν αριστοτελική (Diomatari)
- ② following or advocating Aristotle's philosophy, Aristotelian:
- ~ |
- βλέπομε καθαρά την επίδραση της διδασκαλίας του Aγίου Θωμά του Aκινάτη, του αριστοτελικού αυτού μεγάλου Πατέρα της Δύσεως (Papatsonis) |
- όπως έλεγε ο Πατρίτσι, ο διάσημος ~ ουμανιστής της αναγέννησης, η γοητεία της τέχνης παραμένει απόκρυφη (Dizikirikis)
[fr kath αριστοτελικός ← postmed (Somavera) ← PatrG, K ἀριστοτελικός]
- ① of or pertaining to Aristotle or his philosophy, Aristotelian (syn αριστοτέλειος):