Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριστοτέχνημα το [aristotéxnima] Ο49 : έργο φτιαγμένο με πολύ μεγάλη τέχνη και επιτυχία· αριστούργημα: Ο πίνακας αυτός είναι ένα ~ της ζωγραφικής.
[λόγ. αριστο(τέχνης) -τέχνημα κατά το καλλιτέχνημα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστοτέχνημα [aristotéxnima] το, (L)
- masterpiece, chef-d'oeuvre (syn αριστούργημα 1):
- αρχιτεκτονικό, ζωγραφικό, πλαστικό, στοχαστικό ~ |
- το έργο αυτό του N. Kαβάσιλα είναι ένα θεολογικό ~ (Kanellop) |
- η αραβική γραφή είναι κι από μοναχή της ~ (Panagiotop, adapted)
[fr kath (neol Koumanoudis) αριστοτέχνημα, der of αριστοτέχνης]
- masterpiece, chef-d'oeuvre (syn αριστούργημα 1):