Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριστοκρατικότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αριστοκρατικότητα η [aristokratikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αριστοκράτη ή του αριστοκρατικού: Έκανε εντύπωση με την ~ των τρόπων της.

[λόγ. αριστοκρατικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριστοκρατικότητα [aristokratikόtita] η, (L)
  • ① superiority of mind or character, nobility, nobleness, dignity, eminence (ant λαϊκότητα):
    • ~ |
    • ατμόσφαιρα αριστοκρατικότητας |
    • υπάρχουν όμως και δρόμοι στο νησί που έχουν μιαν ~ ψυχρή και μελαγχολική (Ouranis) |
    • τον σφραγίζει [τον καλό ηγέτη] μια σφραγίδα αριστοκρατικότητας (Tsatsos) |
    • ο κοσμοπολιτισμός του Kαββαδία δεν έχει τίποτε με τη λεπταισθησία και την πνευματική ~
  • ② quality or state of being intended for a limited group, exclusiveness, elitism (syn αριστοκρατισμός):
    • ο εξπρεσιονισμός σύντριψε την κούφια ~ |
    • αυτή την ~ της τέχνης τη δέχομαι και την προσκυνώ (Charis, adapted)

[fr kath (neol Koumanoudis) αριστοκρατικότης, der of αριστοκρατικός2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες