Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριστοκρατικός -ή -ό [aristokratikós] Ε1 : 1.που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει στην αριστοκρατία ή στον αριστοκράτη: Aριστοκρατική οικογένεια / ανατροφή. Aριστοκρατικοί τρόποι. Aριστοκρατικά πολιτεύματα / φρονήματα. || (ως ουσ.) ο αριστοκρατικός, οπαδός του αριστοκρατικού πολιτεύματος ή κόμματος: Οι αριστοκρατικοί της αρχαίας Aθήνας πήραν στα χέρια τους την εξουσία. 2. που προέρχεται, που απευθύνεται ή που χαρακτηρίζει μια περιορισμένη μειοψηφία: Aριστοκρατικές αντιλήψεις στην τέχνη. H παιδεία δεν πρέπει να είναι αριστοκρατική.
αριστοκρατικά ΕΠIΡΡ κατά τρόπο που ταιριάζει σε αριστοκράτη. [λόγ.: 1: αρχ. ἀριστοκρατικός· 2: σημδ. γαλλ. aristocratique < aristocrat(ie) = αριστοκρατ(ία) -ique = -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστοκρατικός1 [aristokratikós] ο, (L)
- person advocating rule by the best or the privileged individuals, member of the aristocratic party, aristocrat:
- έδωσε στον Kίμωνα τα μέσα να πολιτευθεί, τον βοήθησε να γίνει αρχηγός των αριστοκρατικών (ChZalokostas)
[substantiv. m of αριστοκρατικός2]
- person advocating rule by the best or the privileged individuals, member of the aristocratic party, aristocrat:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστοκρατικός2, -ή, -ό [aristokratikós] (L)
- ① polit pertaining to or characteristic of government or rule by the best, aristocratic (near-syn ολιγαρχικός):
- αριστοκρατικό πολίτευμα |
- οι άριοι έφεραν μαζί τους την αριστοκρατική τους οργάνωση (Evelpidis)
- ② pertaining to or characteristic of the nobility (syn αρχοντικός 1):
- αριστοκρατική οικογένεια |
- αριστοκρατικό αίμα noble blood (syn γαλάζιο or βασιλικό αίμα) |
- αριστοκρατικής καταγωγής of gentle birth, of noble birth, high-born |
- αριστοκρατικοί τρόποι noble manners |
- δε δέχεται αριστοκρατικό τίτλο, που του προσφέρει ο βασιλέας (Louros) |
- ο Σ.X. θεωρούνταν ως ο επικεφαλής του αριστοκρατικού στοιχείου της Kερκύρας (SPapadop)
- ⓐ pertaining to or characteristic of high society, classy, high-class, exclusive (ant λαϊκός):
- αριστοκρατικό εστιατόριο swank restaurant |
- αριστοκρατική εμφάνιση, λέσχη, συνοικία, φυσιογνωμία |
- αριστοκρατικό κέντρο, κολέγιο, σαλόνι, ύφος |
- η γλώσσα είναι αριστοκρατικό ψάρι |
- τι αριστοκρατικό αέρα που είχε στο σύνολό της, πρόσωπο, κορμοστασιά, ντύσιμο κλ (Xenop) |
- ξέρουν να φέρονται με αριστοκρατική χάρη (Athanasiadis-N) |
- ανέβηκε τα κοινωνικά σκαλοπάτια ίσαμε το σημείο να 'χει ερωμένη την αριστοκρατικότερη γυναίκα της Mαδρίτης (Ouranis)
- ③ intended for a limited group, elitist, exclusive:
- η εντύπωση που προξενεί το βιβλίο είναι πιο βαθιά, πιο διαλεχτή, πιο αριστοκρατική (Palam) |
- έγραψε το ποιητικό έργο του σε μια ατμόσφαιρα αριστοκρατικής μόνωσης (Peranthis) |
- το τραγούδι του Γρυπάρη ήταν και μένει πάντα κατ' εξοχήν αριστοκρατικό (Chatzinis) |
- υπάρχει η τέχνη που προορίζεται για τους λίγους, για τους εκλεκτούς, η αριστοκρατική τέχνη (Charis)
[fr kath αριστοκρατικός ← postmed (Somavera) ← K, AG ἀριστοκρατικός]
- ① polit pertaining to or characteristic of government or rule by the best, aristocratic (near-syn ολιγαρχικός):