Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριστοκράτισσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αριστοκράτισσα [aristokrátisa] η, (L)
  • female member of the nobility, grand lady, noblewoman (syn αριστοκράτιδα):
    • ωραίο κορίτσι, με καλούς τρόπους, με αέρα· στην επαρχία θα φαινόταν σαν ~ |
    • όσες δεν έχουν την τύχη να γεννηθούν όμορφες, πλούσιες ή αριστοκράτισσες μένουν στο ράφι (Evelpidis) |
    • έδινε γεύματα στο ύπαιθρο, βάζοντας τις αριστοκράτισσες να κάθονται καταγής (ChZalokostas, adapted)

[neol (Koumanoudis) αριστοκράτισσα, der of αριστοκράτης; cf αριστοκράτιδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες