Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστοκράτισσα [aristokrátisa] η, (L)
- female member of the nobility, grand lady, noblewoman (syn αριστοκράτιδα):
- ωραίο κορίτσι, με καλούς τρόπους, με αέρα· στην επαρχία θα φαινόταν σαν ~ |
- όσες δεν έχουν την τύχη να γεννηθούν όμορφες, πλούσιες ή αριστοκράτισσες μένουν στο ράφι (Evelpidis) |
- έδινε γεύματα στο ύπαιθρο, βάζοντας τις αριστοκράτισσες να κάθονται καταγής (ChZalokostas, adapted)
[neol (Koumanoudis) αριστοκράτισσα, der of αριστοκράτης; cf αριστοκράτιδα]
- female member of the nobility, grand lady, noblewoman (syn αριστοκράτιδα):