Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριστοκράτης ο [aristokrátis] Ο10 θηλ. αριστοκράτισσα [aristokrátisa] Ο27 : 1.αυτός που κατάγεται από οικογένεια ευγενών ή πλουσίων: Συναναστρέφεται μόνο (με) αριστοκράτες. || (ειρ.): Mη μας κάνεις τον αριστοκράτη, για κπ. που παριστάνει ή που μιμείται τους ευγενείς ή τους πλουσίους. 2. που έχει τον τρόπο και τη συμπεριφορά αριστοκράτη. 3. (ειρ.) που είναι: α. καλομαθημένος, καλοπερασάκιας: Kοίταξε την αριστοκράτισσα, κοιμάται ως το μεσημέρι. β. ακατάδεχτος, ψηλομύτης: Ο ~, δεν καταδέχτηκε τη φασολάδα!
[λόγ. < ελνστ. ἀριστοκράτης `αριστοκρατικός΄(;) & σημδ. γαλλ. aristocrate < aristocratie < αρχ. ἀριστοκρατία· λόγ. αριστοκράτ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστοκράτης [aristokrátis] ο, (L)
- ① aristocrat, nobleman (syn ευγενής, ευπατρίδης):
- στην εποχή του διπλωμάτες γίνονταν μόνο τα παιδιά των αριστοκρατών (Athanasiadis-N) |
- δεν υπάρχουν πλέον παλιά τζάκια, αριστοκράτες, ευγενείς, για να κληθούν στο γάμο (Psathas)
- ② fig member of a superior or privileged class, aristocrat:
- αυτοί οι φιλόσοφοι κατέχουν εξαίρετη μόρφωση, είναι αριστοκράτες του πνεύματος (Moustoxydis) |
- παρ' όλη τη στενή επαφή του με την καθημερινότητα στάθηκε ~ στη σκέψη και στην έκφραση (Charis) |
- rembetiko song θ' αρχίσω πια να ντύνομαι, θα γίν' ~ | κι ούτε στους δρόμους θα γυρνώ σα μόρτης, σαν μπερμπάντης (IPetrop)
[fr kath αριστοκράτης ← LK (Aspasius, 2nd c.) ἀριστοκράτης; AG (pers-n); cf Fr aristocrate]
- ① aristocrat, nobleman (syn ευγενής, ευπατρίδης):