Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριστερόχειρας ο [aristeróxiras] Ο5 : αυτός που χρησιμοποιεί το αριστερό του χέρι καλύτερα από το δεξί (για να γράψει ή για να εκτελέσει εργασίες)· αριστερός. ANT δεξιόχειρας: Tο ότι είναι ~, δεν τον εμπόδισε να γίνει ένας πολύ πετυχημένος ζωγράφος.
[λόγ. < ελνστ. ἀριστερόχειρ, αιτ. -ειρα]