Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστερόχειρ [aristerό] ο, η, (L), pl αριστερόχειρες, (& D αριστερόχειρος, -η)
- left-handed person, lefty (syn in απόζερβος 1):
- ψαλίδι για αριστερόχειρες |
- με τ' αριστερό χέρι πάλι (ήταν αριστερόχειρος) κρατώντας το αναμμένο καρφί, βύθισε τη μύτη του στην πληγή (PPapachristodoulou)
[fr kath αριστερόχειρ ← PatrG, LK ἀριστερόχειρ]
- left-handed person, lefty (syn in απόζερβος 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριστερόχειρας ο [aristeróxiras] Ο5 : αυτός που χρησιμοποιεί το αριστερό του χέρι καλύτερα από το δεξί (για να γράψει ή για να εκτελέσει εργασίες)· αριστερός. ANT δεξιόχειρας: Tο ότι είναι ~, δεν τον εμπόδισε να γίνει ένας πολύ πετυχημένος ζωγράφος.
[λόγ. < ελνστ. ἀριστερόχειρ, αιτ. -ειρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριστεροχειρία η [aristeroxiría] Ο25 : η ιδιότητα του αριστερόχειρα.
[λόγ. αριστεροχειρ- (δες αριστερόχειρας) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστεροχειρία [aristero] η, (L)
- left-handedness
[fr kath (neol Koumanoudis) αριστεροχειρία, der of αριστερόχειρ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριστερόχειρος -η -ο [aristeróxiros] Ε5 : που χρησιμοποιεί το αριστερό του χέρι συχνότερα και καλύτερα από το δεξί (για να γράψει ή για να εκτελέσει εργασίες). || (ως ουσ.) ο αριστερόχειρος, θηλ. αριστερόχειρη, ο αριστερόχειρας.
[λόγ. αριστερόχειρ(ας) μεταπλ. -ος]