Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριστερόστροφος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αριστερόστροφος -η -ο [aristeróstrofos] Ε5 : ANT δεξιόστροφος. 1. που περιστρέφεται προς τα αριστερά: ~ κοχλίας. Aριστερόστροφο τουφέκι, που οι εσωτερικές ελικοειδείς αυλακώσεις της κάννης στρέφονται από τα δεξιά προς τα αριστερά. 2. που στρέφεται προς αριστερές πολιτικές θέσεις: Aριστερόστροφη πολιτική.

[λόγ. αριστερ(ός) -ο- + στροφ(ή) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριστερόστροφος, -η, -ο [aristeróstrofos] (L)
  • ① turning or moving counterclockwise, levorotary, left-handed (ant δεξιόστροφος):
    • αριστερόστροφη έλικα, μηχανή |
    • αριστερόστροφη καμπύλη math left-handed curve |
    • αριστερόστροφο σύστημα συντεταγμένων math left-handed coordinate system
  • ② arche. written fr right to left:
    • αριστερόστροφη επιγραφή

[fr kath (neol Koumanoudis) αριστερόστροφος, cpd w. στροφή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες