Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αριστερός, επίθ.· αλιστερός· συγκρ. θηλ. αριστοτέρα.
-
- Που βρίσκεται στο αριστερό μέρος:
- (Mαχ. 62835)·
- (το θηλ. ως ουσ., ενν. η λ. μεριά, κ.τ.ό.):
- Ποία ’ναι καλλιοτέρα, η δεξιά … ή η αριστοτέρα; (Αλεξ. 1966)·
- έκφρ. εξ αριστερών = αριστερά:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 71).
[αρχ. επίθ. αριστερός. O τ. και σήμ. κυπρ. H λ. και σήμ.]
- Που βρίσκεται στο αριστερό μέρος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριστερός -ή -ό [aristerós] Ε1 θηλ. και αριστερά, στις σημ. I2, II1 : ANT δεξιός. I1α. που σε σχέση με το σώμα (ανθρώπου ή ζώου) βρίσκεται προς την πλευρά της καρδιάς: Aριστερό χέρι / πόδι / μάτι / αυτί / πλευρό. ~ πνεύμονας. || (ως ουσ.) το αριστερό, για το αριστερό χέρι ή το αριστερό πόδι: Γράφει / σουτάρει με το αριστερό. β. που βρίσκεται στο αριστερό χέρι ή στην αριστερή πλευρά σε σχέση με τη θέση (μέτωπο) του ομιλητή ή του παρατηρητή: Aριστερή τσέπη. ~ ψάλτης. H αριστερή πτέρυγα του στρατεύματος. H αριστερή πλευρά του δρόμου. H αριστερή όχθη του ποταμού, σε σχέση με τη ροή του ποταμού. || για δύο ομοειδή αντικείμενα: Aριστερό γάντι / παπούτσι. || (ως ουσ.) ο αριστερός, θηλ. αριστερή, αυτός που χρησιμοποιεί το αριστερό χέρι (ή πόδι) καλύτερα από το δεξιό. 2. (ως ουσ., λόγ.) η αριστερά, το αριστερό χέρι. ΦΡ δεν ξέρει / δε γνωρίζει η δεξιά* του τι ποιεί η αριστερά του. II1. H αριστερή πτέρυγα της βουλής, οι βουλευτές που κάθονται στα έδρανα που βρίσκονται αριστερά του προέδρου και που καταλαμβάνονται παραδοσιακά από τα αριστερά κόμματα. || (ως ουσ.) η αριστερά, το σύνολο των σοσιαλιστικών, κομμουνιστικών κτλ. κομμάτων ή οργανώσεων: Σοσιαλιστική / κομμουνιστική / μετριοπαθής / άκρα / κοινοβουλευτική / εξωκοινοβουλευτική / παραδοσιακή αριστερά. Kόμματα / οργανώσεις / ψηφοφόροι της αριστεράς. 2. που πιστεύει στις ιδέες και στις πολιτικές θεωρίες της αριστεράς ή που ανήκει στον πολιτικό και ιδεολογικό της χώρο: Aριστερή εφημερίδα. Aριστερή άποψη / ιδεολογία / αντιπολίτευση. Aριστεροί ψηφοφόροι / βουλευτές / διανοούμενοι / διαδηλωτές. || (ως ουσ.) ο αριστερός, θηλ. αριστερή: H δικτατορία φυλάκισε και εξόρισε πολλούς αριστερούς. Είναι ~ αλλά όχι κομμουνιστής.
αριστερά ΕΠIΡΡ. ANT δεξιά. 1. στο αριστερό ή προς το αριστερό μέρος: ~ είναι η πεδιάδα και δεξιά αρχίζει το βουνό. Στρίψε ~. Kοιτάζει δεξιά κι ~. Διαδίδω κτ. δεξιά κι ~, παντού. (έκφρ.) προς τα / από (τα) / στα / επ΄ ~, για θέση, διεύθυνση, κατεύθυνση, κίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο: Ο δεύτερος από (τα) ~. Kατεύθυνση προς τα ~. Στα ~ σου βρίσκεται ένα ποτάμι. Kλίνατε επ΄ ~, γυμναστικό ή στρατιωτικό παράγγελμα. 2. σύμφωνα με τις πολιτικές θέσεις και απόψεις της αριστεράς: Στις δημοτικές εκλογές ο κόσμος ψηφίζει αριστερότερα από ό,τι στις βουλευτικές. Tου βγήκε / μπήκε από (τα) ~. [Ι: αρχ. ἀριστερός· ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. gauche]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστερός1 [aristerós] ο, (L) polit
- person espousing the ideas of the Left, leftwinger, leftist (ant δεξιός):
- απολύθηκε ως ~ |
- η μαχητικότητα του στρατού σας οφείλεται στην προπαγάνδα των αριστερών (Tsirkas) |
- όλες οι απόψεις ακούγονται· ο κομμουνιστής και ο φασίστας, ο ~
[fr kath (neol) ο αριστερός, substantiv. m of αριστερός2]
- person espousing the ideas of the Left, leftwinger, leftist (ant δεξιός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστερός2, -ή, -ό [aristerós]
- ① being on the left side, left-hand, left (syn ζερβός, ant δεξιός):
- αριστερό μάτι, παπούτσι, πόδι, χέρι |
- αριστερή γωνία του δωματίου |
- αριστερή πτέρυγα του ξενοδοχείου |
- αριστερή όχθη του ποταμού |
- αριστερή πλευρά του πλοίου port side of ship |
- ~ |
- ~
- ⓐ left-handed, lefty, southpaw (syn in απόζερβος 1)
- ② polit pertaining to or espousing the ideas of the Left, leftist (ant δεξιός):
- ~ |
- αριστερή κριτική, παράταξη, παρέκκλιση, τακτική |
- αριστερό κείμενο |
- αριστερό κόμμα |
- διέγραψε τα αριστερότερα στελέχη του κινήματος |
- η σοσιαλιστική πολιτική του Mπ. έσυρε τον βασιλιά προς την αριστερότερη άποψη των πραγμάτων (Athanasiadis-N) |
- δεν είναι μόνο στις αριστερές ψήφους που οφείλουν την εκλογική επιτυχία τους (Palaiologos)
[fr postmed, MG αριστερός ← PatrG, K (also pap), AG ἀριστερός]
- ① being on the left side, left-hand, left (syn ζερβός, ant δεξιός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστεροσοσιαλιστικός, -ή, -ό [aristerososialistikós] (L) polit
- leftist and socialist:
- αριστεροσοσιαλιστικές θεωρίες
[cpd of αριστερός & σοσιαλιστικός]
- leftist and socialist:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριστερόστροφος -η -ο [aristeróstrofos] Ε5 : ANT δεξιόστροφος. 1. που περιστρέφεται προς τα αριστερά: ~ κοχλίας. Aριστερόστροφο τουφέκι, που οι εσωτερικές ελικοειδείς αυλακώσεις της κάννης στρέφονται από τα δεξιά προς τα αριστερά. 2. που στρέφεται προς αριστερές πολιτικές θέσεις: Aριστερόστροφη πολιτική.
[λόγ. αριστερ(ός) -ο- + στροφ(ή) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστερόστροφος, -η, -ο [aristeróstrofos] (L)
- ① turning or moving counterclockwise, levorotary, left-handed (ant δεξιόστροφος):
- αριστερόστροφη έλικα, μηχανή |
- αριστερόστροφη καμπύλη math left-handed curve |
- αριστερόστροφο σύστημα συντεταγμένων math left-handed coordinate system
- ② arche. written fr right to left:
- αριστερόστροφη επιγραφή
[fr kath (neol Koumanoudis) αριστερόστροφος, cpd w. στροφή]
- ① turning or moving counterclockwise, levorotary, left-handed (ant δεξιόστροφος):