Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριστερό
25 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
αριστερό [aristerό] το, (L)
  • left side, left wing (syn phr αριστερή μεριά):
    • χρειάστηκε να διαταχθεί σύμπτυξη του αριστερού της μεραρχίας (Terzakis) |
    • το παρατηρητήριο αναγγέλλει, πώς δυο εχθρικοί λόγοι προχωρούνε στο άκρο ~ |
    • μαλακές πτυχές σκεπάζουν το ~

[fr kath το αριστερόν, substantiv. n of αριστερός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αριστεροδέξιος -α -ο [aristeroδéksios] Ε6 : που χρησιμοποιεί εξίσου καλά το αριστερό και το δεξί χέρι ή πόδι· αμφιδέξιος.

[αριστερ(ός) -ο- + δεξι(ός) -ος]

[Λεξικό Κριαρά]
αριστερόθεν, επίρρ.
  • Στην αριστερή πλευρά, στο αριστερό μέρος:
    • (Παϊσ., Iστ. Σινά 443).

[<επίρρ. αριστερά + κατάλ. θεν]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριστερόκοσμος [aristerόkozmos] ο, (L) polit, collect.
  • members of leftist parties or groups, leftists (syn η αριστερά):
    • αγωνίζεται να πείσει τον αριστερόκοσμο, πως σκοπός του είναι να στερεώσει κράτος και νόμο (ChZalokostas)

[neol, cpd of αριστερός κόσμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριστεροκρατούμαι [aristerokratúme] usu in 3sg αριστεροκρατείται, (L) polit
  • be controlled by leftists:
    • το συμβούλιο δεν αριστεροκρατείται, ο πρόεδρος της δημοκρατίας και ο πρόεδρος της βουλής δεν είναι αριστεροί

[neol, cpd of αριστερός & pass κρατούμαι (: κρατώ)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριστεροποιημένος, -η, -ο [aristeropiiménos] (L) polit
  • made leftist:
    • αριστεροποιημένο κράτος

[neol, ppp of *αριστεροποιώ]

[Λεξικό Κριαρά]
αριστερός, επίθ.· αλιστερός· συγκρ. θηλ. αριστοτέρα.
  • Που βρίσκεται στο αριστερό μέρος:
    • (Mαχ. 62835
    • (το θηλ. ως ουσ., ενν. η λ. μεριά, κ.τ.ό.):
      • Ποία ’ναι καλλιοτέρα, η δεξιά … ή η αριστοτέρα; (Αλεξ. 1966
    • έκφρ. εξ αριστερών = αριστερά:
      • (Παϊσ., Iστ. Σινά 71).

[αρχ. επίθ. αριστερός. O τ. και σήμ. κυπρ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αριστερός -ή -ό [aristerós] Ε1 θηλ. και αριστερά, στις σημ. I2, II1 : ANT δεξιός. I1α. που σε σχέση με το σώμα (ανθρώπου ή ζώου) βρίσκεται προς την πλευρά της καρδιάς: Aριστερό χέρι / πόδι / μάτι / αυτί / πλευρό. ~ πνεύμονας. || (ως ουσ.) το αριστερό, για το αριστερό χέρι ή το αριστερό πόδι: Γράφει / σουτάρει με το αριστερό. β. που βρίσκεται στο αριστερό χέρι ή στην αριστερή πλευρά σε σχέση με τη θέση (μέτωπο) του ομιλητή ή του παρατηρητή: Aριστερή τσέπη. ~ ψάλτης. H αριστερή πτέρυγα του στρατεύματος. H αριστερή πλευρά του δρόμου. H αριστερή όχθη του ποταμού, σε σχέση με τη ροή του ποταμού. || για δύο ομοειδή αντικείμενα: Aριστερό γάντι / παπούτσι. || (ως ουσ.) ο αριστερός, θηλ. αριστερή, αυτός που χρησιμοποιεί το αριστερό χέρι (ή πόδι) καλύτερα από το δεξιό. 2. (ως ουσ., λόγ.) η αριστερά, το αριστερό χέρι. ΦΡ δεν ξέρει / δε γνωρίζει η δεξιά* του τι ποιεί η αριστερά του. II1. H αριστερή πτέρυγα της βουλής, οι βουλευτές που κάθονται στα έδρανα που βρίσκονται αριστερά του προέδρου και που καταλαμβάνονται παραδοσιακά από τα αριστερά κόμματα. || (ως ουσ.) η αριστερά, το σύνολο των σοσιαλιστικών, κομμουνιστικών κτλ. κομμάτων ή οργανώσεων: Σοσιαλιστική / κομμουνιστική / μετριοπαθής / άκρα / κοινοβουλευτική / εξωκοινοβουλευτική / παραδοσιακή αριστερά. Kόμματα / οργανώσεις / ψηφοφόροι της αριστεράς. 2. που πιστεύει στις ιδέες και στις πολιτικές θεωρίες της αριστεράς ή που ανήκει στον πολιτικό και ιδεολογικό της χώρο: Aριστερή εφημερίδα. Aριστερή άποψη / ιδεολογία / αντιπολίτευση. Aριστεροί ψηφοφόροι / βουλευτές / διανοούμενοι / διαδηλωτές. || (ως ουσ.) ο αριστερός, θηλ. αριστερή: H δικτατορία φυλάκισε και εξόρισε πολλούς αριστερούς. Είναι ~ αλλά όχι κομμουνιστής. αριστερά ΕΠIΡΡ. ANT δεξιά. 1. στο αριστερό ή προς το αριστερό μέρος: ~ είναι η πεδιάδα και δεξιά αρχίζει το βουνό. Στρίψε ~. Kοιτάζει δεξιά κι ~. Διαδίδω κτ. δεξιά κι ~, παντού. (έκφρ.) προς τα / από (τα) / στα / επ΄ ~, για θέση, διεύθυνση, κατεύθυνση, κίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο: Ο δεύτερος από (τα) ~. Kατεύθυνση προς τα ~. Στα ~ σου βρίσκεται ένα ποτάμι. Kλίνατε επ΄ ~, γυμναστικό ή στρατιωτικό παράγγελμα. 2. σύμφωνα με τις πολιτικές θέσεις και απόψεις της αριστεράς: Στις δημοτικές εκλογές ο κόσμος ψηφίζει αριστερότερα από ό,τι στις βουλευτικές. Tου βγήκε / μπήκε από (τα) ~.

[Ι: αρχ. ἀριστερός· ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. gauche]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριστερός1 [aristerós] ο, (L) polit
  • person espousing the ideas of the Left, leftwinger, leftist (ant δεξιός):
    • απολύθηκε ως ~ |
    • η μαχητικότητα του στρατού σας οφείλεται στην προπαγάνδα των αριστερών (Tsirkas) |
    • όλες οι απόψεις ακούγονται· ο κομμουνιστής και ο φασίστας, ο ~

[fr kath (neol) ο αριστερός, substantiv. m of αριστερός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριστερός2, -ή, -ό [aristerós]
  • ① being on the left side, left-hand, left (syn ζερβός, ant δεξιός):
    • αριστερό μάτι, παπούτσι, πόδι, χέρι |
    • αριστερή γωνία του δωματίου |
    • αριστερή πτέρυγα του ξενοδοχείου |
    • αριστερή όχθη του ποταμού |
    • αριστερή πλευρά του πλοίου port side of ship |
    • ~ |
    • ~
  • ⓐ left-handed, lefty, southpaw (syn in απόζερβος 1)
  • ② polit pertaining to or espousing the ideas of the Left, leftist (ant δεξιός):
    • ~ |
    • αριστερή κριτική, παράταξη, παρέκκλιση, τακτική |
    • αριστερό κείμενο |
    • αριστερό κόμμα |
    • διέγραψε τα αριστερότερα στελέχη του κινήματος |
    • η σοσιαλιστική πολιτική του Mπ. έσυρε τον βασιλιά προς την αριστερότερη άποψη των πραγμάτων (Athanasiadis-N) |
    • δεν είναι μόνο στις αριστερές ψήφους που οφείλουν την εκλογική επιτυχία τους (Palaiologos)

[fr postmed, MG αριστερός ← PatrG, K (also pap), AG ἀριστερός]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες